Πριν ακόμη διαλυθούν οι καπνοί και ενώ το πένθος κι η αγανάκτηση συγκλόνιζε ολόκληρη την περιοχή των Καλαβρύτων, οι μοναχοί επέστρεψαν και πάλι στη θέση τους· στη Μονή που για άλλη μια φορά περνούσε τέτοια δοκιμασία. Οι βέβηλοι είχαν άπομακρυνθεί αφήνοντας όμως πίσω τους οικτρά αποτυπώματα. Καμμένα ερείπια, κατεστραμμένα κελλιά, φόβος και λύπη συνέθεταν την καινούργια εικόνα. Η Μονή παρέμενε ιδέα, σύμβολο και λίκνο της αλήθειας, περιμένοντας τους πιστούς και τους αγωνιστές. Και εκείνοι γύρισαν. Είχαν διασώσει τα κειμήλια και το ιστορικό λάβαρο κρύβοντάς το σε υπόγειες καταπακτές. Όταν γύρισαν στη Μονή άρχισαν πάλι με ζήλο τις επισκευές. Αρχικά επισκεύασαν τους ορνιθώνες για να τους χρησιμοποιήσουν ως προσωρινές κατοικίες. Αργότερα και με σκληρούς κόπους κι αγώνες κατάφεραν να οργανώσουν την αδελφότητά τους. Έχοντας επικεφαλής τον καθηγούμενο Πανοσιολογιώτατο Πολύκαρπο Πάϊκο άπέδειξαν για μια ακόμη φορά ότι η δημιουργία έχει ώς πρώτιστη προϋπόθεση τις ψυχικές δυνάμεις. Οι υλικές άλλωστε δυνατότητες για την περίοδο εκείνη ήταν πενιχρές.
Παρά τη θέλησή του ούτε κι ο τότε Μητροπολίτης Καλαβρύτων και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Θεόκλητος, δεν μπόρεσε να υπερνικήσει τις δύσκολες συνθήκες εκείνης της εποχής και να εξασφαλίσει κάποιο χρηματικό ποσό για τη Μονή. Ό διάδοχός του, ο από Αργολίδος Αγαθόνικος, γνώριζε την Αγία Λαύρα από την εποχή που υπηρετούσε ώς ιεροκύρηκας της Μητροπόλεως.
Στις 7 Νοεμβρίου 1945 την επισκέφπηκε ώς Μητροπολίτης και βέβαια τη βρήκε σε κακή κατάσταση. Βοήθησε μ’ όλες του τις δυνάμεις την προσπάθεια των μοναχών, τους ενέπνευσε και τους τόνωσε το ηθικό. Ή ιστορική Μονή έπρεπε οπωσδήποτε να άναγεννηθεί. Σε σύσκεψη που συγκαλέσθηκε την επόμενη της άφιξής του, άποφασίστηκε η άμεση έναρξη εργασιών ανοικοδόμησης ορισμένων κελλιών ειτε με τη βοήθεια δανείου, είτε με εκποίηση κτημάτων της Μονής. Έτσι ανατέθηκε ο χειρισμός του θέματος στο Μητροπολίτη. Τότε, ύστερα από άλεπάλληλες εκκλήσεις το Υπουργείο Παιδείας διέθεσε το ποσό των 10.000.000 δραχμών (της εποχής εκείνης) καί με πρόσθετη χρηματοδότηση το 1947 κατέστη δυνατή η άνοικοδόμηση ολόκληρης της Νότιας πλευράς και ακόμη προσθήκης τεσσάρων νέων κελλιών.
Όπως όμως ήδη έχουμε άναφέρει, η ιστορία της Μονής τής Αγίας Λαύρας ήταν καί είναι άρρηκτα δεμένη με την ιστορία της Ιδιας της Ελλάδος. Φυσικό επακόλουθο αυτού ήταν τα δεινά της Μονής να συνεχιστούν και στα χρόνια που άκολούθησαν την άπελευθέρωση. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου σπαραγμού η Μονή ύπέστη καί πάλι συμφορές. Στη γενική σύγχυση και την άσυγκράτητη μανία που επικρατούσε, η Μονή έγινε πάλι στόχος. Όπως η Ελλάδα πληγώθηκε βαθειά, καί η Μονή πλήγηκε ποικιλότροπα. Φυσικά λεηλατήθηκε, δίνοντας έναν άπολογισμό αρπαγής ιδιαίτερα διογκωμένο. Αρπάχθηκαν βίαια ό,τι ήταν δυνατόν: ζώα, Ιματισμός και τρόφιμα.
Μετά από την επικράτηση της ειρήνης, άρχισαν ξανά προσπάθειες περισυλλογής. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αγαθόνικος ηγήθηκε μιας προσπάθειας η οποία σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες φίλων τής Μονής, συνέβαλε στή λήψη τής άπόφασης νά διατεθεί γι’ αύτήν τό 25% άπό τήν τότε σειρά γραμματοσήμων πού κυκλοφόρησε γιά τον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων μέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον αγκάλιασε το μήνυμα τής Αγίας Λαύρας μεταδίδοντας τή σημασία του στα Υπουργεία Παιδείας και Οικονομικών. Αξίζει εδώ νά σημειωθεί και η συμπαράσταση του Διευθυντή άναστηλώσεως ιστορικών μνημείων, άκαδημαϊκού Αναστασίου Όρλάνδου, του οποίου ούσιαστικά και άποτελει έργο η ανόρθωση της Μονής. Εκπόνησε τα σχέδια και τις απαιτούμενες μελέτες και επόπτευσε προσωπικά την εκτέλεσή τους. Σημαντική ήταν σ’ ολα αυτά και η βοήθεια του αρχιτέκτονα Εύστ. Στίκα.
Με το δικό τους τρόπο βοηθούσαν επίσης την εποχή εκείνη ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος Πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και πρώην Πρωθυπουργός, ο Κ. Βουρδουμπάς υπουργός Παιδείας, ο Κ. Τσάτσος ακαδημαϊκός, ο οποίος και κατέθεσε το θεμέλιο λίθο της ανοικοδόμησης.
Στα έτη 1949 και 1950 η Μονή ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου, κτίστηκαν δηλαδή η Ανατολική, η Βόρεια και η Δυτική πλευρά. Γιά αυτή την ανοικοδόμηση δαπανήθηκε το ποσό των 1.200.000 δραχμών πού προήλθε απ’ το γραμματόσημο του Αγίου Δημητρίου συν 200.000.000 δραχμές (χρήματα της εποχής) από πωλήσεις αγρών, επί ήγουμενείας Πολυκάρπου Παΐκου καί Βαρθολομαίου Βουρλούμη και Ανθίμου Δημακοπούλου συμβούλων. Επειδή δεν στάθηκε δυνατό νά ολοκληρωθεί η άνακαίνιση τής Μονής στο διάστημα αυτό, συνέχισαν οί Κ. Γεωργακόπουλος, Θ. Μιρτικόπουλος, καί Γ. Ράμμος.
Από το 1921, είχε αρχίσει ή προσπάθεια της ανέγερσης του Ηρώου. Τελικά χρειάστηκαν πενήντα χρόνια για να περατωθεί το έργο πού σήμερα βρίσκεται σέ λόφο βόρεια τής Μονής. Πολλά επίσης έργα έγιναν στη διάρκεια αυτών των ετών, στην προσπάθεια νά άνταποκριθοϋν στις ανάγκες τόσο των μοναχών όσο καί τών αναρίθμητων προσκυνητών.
Στά χρόνια πού άκολούθησαν μέχρι σήμερα ή Μονή τής Αγίας Λαύρας εξακολουθεί νά παραμένει ένα από τά σημαντικότερα μνημεία ιστορικής αξίας αλλά συγχρόνως καί ένα ζωντανό πνευματικό κέντρο· ένας πραγματικός πόλος έλξης πού συγκεντρώνει καθημερινά τό ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων αλλά καί ξένων επισκεπτών.
Από το 1838 που η 25η Μαρτίου κηρύχθηκε εθνική γιορτή, κάθε χρόνο γιορτάζεται στη Μονή με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Ανήμερα του Ευαγγελισμού τελείται άρχιερατική Θεία Λειτουργία καί έπειτα επιμνημόσυνη δέηση για τους αγωνιστές στο Ηρώο. Στη συνέχεια ψάλεται δοξολογία μπρός στον ιστορικό ναό και εκφωνείται ο πανηγυρικός της ημέρας. Ακολουθεί αναπαράσταση της ορκωμοσίας των πρωταγωνιστών στο λάβαρο. Οί εκδηλώσεις κορυφώνονται μέ παρέλαση μαθητών καί στρατού. Τον όλο εορτασμό παρακολουθεί πλήθος κόσμου μέσα σέ ατμόσφαιρα πραγματικά συγκινητική αφού ή άναβίωση γίνεται σ’ αύτόν τον ιερό χώρο όπου τότε δόθηκε ή εκκίνηση.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει η Μονή τιμάται στήν Κοίμηση της Θεοτόκου κι έτσι η βασική της εορτή γίνεται στις 15 Αύγουστου. Μεγάλη Πανήγυρη όμως είναι γιά τήν Αγία Λαύρα και η 17η Μαρτίου μνήμη του αγίου Αλεξίου. Από τό βράδυ τής 16ης Μαρτίου τελείται όλονύκτια άγρυπνία. Τό πρωί τής 17ης η κάρα του Αγίου Αλεξίου μεταφέρεται στά Καλάβρυτα. Στην είσοδο της πόλης την υποδέχονται οί ιερείς καί ό κόσμος και έν πομπή κατευθύνεται στο ναό.
Στη ζωή τής Μονής εντάσσεται καί ή λειτουργία τών μετοχίων πού διατηρεί μέχρι σήμερα. Τό ένα βρίσκεται στήν Πάτρα (Έλληνος στρατιώτου 32) καί τιμά τόν Άγιο Αλέξιο. Ένα άλλο βρίσκεται στήν περιοχήν Μπάστα των Λεχαινών Ηλείας καί τιμά τόν Άγιο Γεώργιο. ‘Ένα τρίτο βρίσκεται στο νησί Πρίγκηπος της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι η γνωστή Μονή του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά που τιμά τον Άγιο Γεώργιο και την Αγία Θέκλα.