Ζωγραφική αναπαράσταση της ορκομωσίας.
Ό 19ος αιώνας βρίσκει τή Μονή τής Λαύρας γιά άλλη μιά φορά σέ περίοδο ανάπτυξης. Ή ύπερνίκηση τών δραματικών άντιξοοτήτων οί όποιες τήν είχαν πλήξει σωρευτικά 6έν ήταν εύκολη καί φυσικά δέν μπορούσε νά γίνει άπό τή μία μέρα στήν άλλη. Οί μοναχοί κατέβαλαν κόπους καί άγωνίστηκαν μέ ζήλο, ψυχική δύναμη καί προγραμματισμό επί μία εικοσαετία, γιά νά μπορέσουν νά φέρουν τή Μονή στό επίπεδο πού βρισκόταν πριν τις φοβερές επιδρομές. Αυτή ή εισφορά ψυχής τών μοναχών πράγματι άπέδωσε.
Ό 18ος αιώνας άφησε τή Μονή σέ φάση άνόδου μέ βάσιμες καί μεγαλύτερες προσδοκίες γιά τό μέλλον. Τά ΐχνη των έμπρησμών έξαλείφθη- καν, τά μετόχια άνακτήθηκαν, οι ζημιές καί τό μεγαλύτερο μέρος άποκαταστάθηκαν κτήματα, ελαιώνες, άγροί, ποίμνια, όλοι οί πόροι οι όποιοι διασφάλιζαν ευημερία στή Μονή περιήλθαν έκ νέου στά χέρια των μο¬ναχών. Αυτό επιτεύχθηκε μέ τή σημαντική βοήθεια πού προήλθε, κυρίως “έξωθεν”. Ή Κωνσταντινούπολη, ή Σμύρνη, οί ηγεμονίες τής Μολδοβλαχίας άνταποκρίθηκαν στις αιτήσεις τών μοναχών. Στόν κώδικα έχουν σημειωθεί πολλά όνόματα εύσεβών άνθρώπων πού θέλησαν μέ πολλή προθυμία νά προσφέρουν ό,τι μπορούσαν.
Στή διάρκεια τών είκοσι πρώτων ετών τού 19ου αιώνα, ή Μονή πραγματικά συγκέντρωσε τις δυνάμεις της καί προετοιμάστηκε γιά τή μεγάλη εξόρμηση τοΰ Γένους.
Έν τω μεταξύ τό επαναστατικό κίνημα τής άποτίναξης τοΰ Τουρκικού ζυγού ήταν πιά δχι μόνο προγραμματισμένο, άλλά όργανωμένο καί έτοιμο νά ξεσπάσει. Όπως 6λα τά μεγάλα μέ τά όποια ή Υπέρτατη Βούληση έχει σφραγίσει τήν Ελληνική αιωνιότητα, καί τό 1821 ύπήρξε πρώτιστα ψυχικό γεγονός. Πριν τό υιοθετήσει ή λογική τό είχε έπιβάλλει ή συνείδηση τού “Εθνους. Αύτή είχε φτάσει στήν πλήρη έτοιμότητά της. Ή ελληνική ψυχή παραμέρισε τούς δισταγμούς καί ένωσε όλες τις θελήσεις στή μεγαλειώδη έφοδο τού δικαίου πού τελικά έστησε τό τρόπαιό του πάνω σέ άθλους εκπληκτικούς, πάνω σέ ηρωισμούς απίστευτους, πάνω σέ θυσίες πού προκαλοΰν τό δέος.
Κι όμως ή τύχη τής μεγάλης υπόθεσης παρ’ όλίγο νά διακηβευτεΐ άνεπανόρθωτα. Παρ’ όλίγο εκείνη ή άκατάσχετη δύναμη πού είχε άποθηκεύσει τό πάθος τών αιώνων νά αχρηστευόταν. Παρ’ όλίγο τό μεγαλειώδες κίνημα νά καταπνίγει προτού κάν εκδηλωθεί. Ευτυχώς όμως στή κατάλληλη στιγμή ή ευφυΐα, ή Ελληνική άρετή, αιφνιδιαστικοί παράγοντες άλλά καί εύνοϊκές συμπτώσεις, συνέβαλαν ώστε ν’ ανοίξει οριστικά ό δρόμος γιά τήν πραγμάτωση τού πόθου τών Ελλήνων.
Λίγο πριν δοθεί τό σύνθημα της εξέγερσης, προύχοντες των Καλαβρύτων καί αρχιερείς αντιμετώπισαν τον δόλο πού θέλησε τήν παγίδευσή τους. Τό γυμνασμένο κάτω άπ” τόν αμείλικτο ζυγό ένστικτό τους, τούς πληροφόρησε γιά τόν κίνδυνο πού καραδοκούσε. Ή αντίδρασή τους ήταν άμεση, ευφυέστατη καί αποδοτική. “Ας δούμε όμως πώς είχε ή κατάσταση:
Τό μυστικό τής Φιλικής Εταιρείας εΐχε διαρρεύσει. Ό όρκος τους ήταν προδομένος καί οί Τούρκοι ήταν ενήμεροι τού σχεδίου τους. Ό Σουλτάνος διέταξε τόν Καϊμακάμη τού Μωριά νά τούς καλέσει μέ φιλοφροσύνη άλλά καί νά τούς φυλακίσει μέ όση αγριότητα μπορούσε, παίζοντας τό παιχνίδι τής υποκρισίας καί τής εκδίκησης ταυτόχρονα. Πράγματι ό Βαλής κάλεσε όλους τούς προύχοντες καί τούς αρχιερείς τής Πελοποννήσου στήν έδρα του, στήν Τρίπολη, όπου καί οί περισσότεροι μετέβησαν. Οί τής Άχαϊας δέν πήγαν άντιλαμβανόμενοι τήν παγίδα πού τούς είχε στηθεί. Επειδή όμως τό νά άρνηθούν ευθέως τήν πρόσκληση δέν ήταν δυνατό, σκέφτηκαν νά έξαπατήσουν μέ τή σειρά τους τούς Τούρκους.
Τήν 9η Μαρτίου τοϋ 1821, ό Άσημάκης Ζαΐμης, ό Άσημάκης Φωτήλας, ό Άνδρέας Ζαΐμης, 6 Σωτήριος Χαραλάμπης, ό Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, ό Άνδρέας Αόντος καί οί αρχιερείς Παλαιών Πατρών Γερανός καί Κερνίτσης Προκόπιος, συνοδευόμενοι άπό άντιπροσώπους τοΰ διοικητή τών Καλαβρύτων ξεκινούν μέ προορισμό τήν Τρίπολη. Όπως άναφέρεται διανυκτέρευσαν στα Μαζέϊκα Καλύβια στό χαμόσπιτο τοΰ Νταφαλιά, όπου καί έλαβαν τήν όριστική άπόφασή τους.
’Αναζητώντας επίμονα μιά λύση γιά νά άποφευχθει ό κίνδυνος όριστικής καταστροφής, συνέταξαν μία επιστολή δήθεν προερχόμενη άπό κά-ποιον Τοΰρκο φίλο τους άπό τήν Τριπολιτσά. Τήν παρέδωσαν σέ έμπιστό ‘ τους καί κανόνισαν νά τόν συναντήσουν σέ όρισμένη θέση καί νά τούς τήν έπιδώσει. ’Έτσι καί έγινε στις 10 Μαρτίου άναχώρησαν γιά τήν Τρίπολη, συνάντησαν τόν άνθρωπο, πήραν τήν έπιστολή καί άρχισαν νά δείχνουν τήν ταραχή τους. Άπό τό περιεχόμενο τής επιστολής πληροφορήθηκαν ότι δήθεν έχουν συκοφαντηθεΐ καί κατόπιν αύτοΰ έπέμεναν ότι είναι άδύ- νατο νά μεταβοΰν στήν Τριπολιτσά, εάν πρώτα δέν άπεδείκνυαν τήν άθωότητά τους. Μ’ αύτό τό κόλπο έπέστρεψαν στό χωριό Καρνέσι καί μέσα σέ άτμόσφαιρα πλαστής έξαψης καί άγανάκτησης συνέταξαν έπιστολή προς τόν Καϊμακάμη τής Τρίπολης στήν όποια μέ δεξιοτεχνία ύπογράμμιζαν τήν “πίστη” τους, τοΰ όρκίζονταν άφοσοίωση καί ζητούσαν άπόδοση δικαίου καί άποκατάσταση τής άλήθειας. Ή Τουρκική Διοίκηση παρασύρθηκε άπό τήν “ειλικρίνεια” τής επιστολής καί μολονότι όργίστηκε μέ τήν “παρεξήγηση” ή όποια προκαλοϋσε ανωμαλία, δέν κράτησε εχθρική στάση απέναντι τους, ένώ παράλληλα έστειλε τούς “Ελληνες Καλαμογδάρτη καί Μοθινό μέ τήν εντολή νά τούς μεταπείσουν.
Έν τω μεταξύ οί προύχοντες καί οί άρχιερεΐς μέχρι τις 13 Μαρτίου εΐχαν φθάσει στή Αγία Λαύρα. Έκεΐ πραγματοποιήθηκαν τρεις συσκέψεις. Στήν πρώτη όμιλητής ήταν ό Άνδρέας Ζαΐμης, ό όποιος τάχθηκε υπέρ τής άναβολής τής Έπαναστάσεως. Σύμφωνα μέ τή δική του γνώμη έπρεπε νά έκτιμηθεϊ ή κατάσταση μέ τά άντικειμενικά στοιχεία της, τά όποϊα πίστευε ότι δέν έπέτρεπαν τήν εξέγερση τότε. Εκτός αύτοΰ όμως θεωροΰσε καί τις μέχρι εκείνη τή χρονική στιγμή ετοιμασίες άνεπαρκεΐς. Μ’ αύτό τό σκεπτικό πρότεινε νά περιμένουν προτού κάνουν όποιαδήποτε κίνηση, νά δοΰν τι θά πράξουν καί οί άλλες πολιτείες καί νά άποφασίσουν άργότερα. Υπέδειξε άκόμη νά κρυφτούν οί προύχοντες στήν “Υδρα ή στό έξωτερικό (Ίόνια Νησιά) γιά νά παρακολουθούν άπό εκεί τις κινήσεις. Τέλος τούς υπενθύμισε ότι δεν εχεί επιστρέφει άκόμη ό ιερωμένος ό όποιος είχε πρό καιρού σταλεί μέ “διερευνητική” αποστολή στήν Κωνσταντινούπολη. Ή αποστολή αυτή εΐχε άποφασισθει στή σύσκεψη τής Βοστίτσας, δπου κριθηκε ότι παράλληλα προς όποιαδήποτε προπαρασκευή συνέφερε νά είναι ενημερωμένοι καί σχετικά μέ τις επικρατούσες στήν Κωνσταντινούπολη άπόψεις.
Ασημάκης Φωτήλας (Καλάβρυτα 1761 – 1835) ήταν πρόκριτος των Καλαβρύτων που συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Ακριβώς τήν άντίθετη άποψη άνέπτυξε στή δεύτερη σύσκεψη πού πραγ-ματοποιήθηκε τή 15η Μαρτίου, ό Άσημάκης Φωτήλας. Μέ επιχειρήματα καί παλμό άλλά καί σέ υψηλούς τόνους ζήτησε άμεση κήρυξη τής έπαναστάσεως. Ή ομιλία του όμως δεν βρήκε ιδιαίτερη άνταπόκριση στούς ύπολοίπους. Άναφέρεται ότι ό μόνος πού επηρεάστηκε ήταν ό Σωτήριος Χαραλάμπης.
Στήν τρίτη σύσκεψη, ό Φωτήλας υποστήριξε γιά άλλη μιά φορά μέ επιμονή τήν άποψή του. Ή άτμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, ενώ σέ κάποια σημεία γινόταν καί εκρηκτική. Τό βράδυ τής συνάντησης έφτασε στήν Αγία Λαύρα άπό τήν Τρίπολη ό Καλαμογδάρτης. Αυτός διαβεβαίωσε τούς “Ελληνες ότι στήν έδρα τού Καϊμακάμη δέν είχε στηθεί ένέδρα στούς προκρίτους κι ότι δέν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο. Παρ’ όλα αύτά όμως δέν κατάφερε νά άρει τις επιφυλάξεις ή υποψία βάραινε τήν ατμόσφαιρα. Ό Φωτήλας μάλιστα έξερράγει μόλις άποχώρησε ό Καλαμογδάρτης, τόν άποκάλεσε φιλότουρκο καί συνέστησε μεγάλη προσοχή. Ήταν έξ άλλου γνωστό ότι ό τελευταίος είχε άποποιηθεΐ τόν όρκο τής Φιλικής Εταιρείας κι αύτό τό γνώριζε καί ό Παλαιών Πατρών Γερμανός πού είχε ήδη μυηθεϊ άπό τόν Πελοπίδα.
Καθώς κορυφωνόταν ό δραματικός τόνος τής συζήτησης, ή άφιξη μιας πληροφορίας έκρινε όριστικά τήν έκβασή τής έπαναστάσεως: Άπό τά Σουδενά έφτασαν ό ’Αναγνώστης Πετμεζάς, ό Βασίλειος Πετμεζάς καί ό Άσημάκης Σκαλτσάς μέ φίλους τους, λόγω τής γιορτής τοΰ αγίου Αλεξίου στις 17 Μαρτίου, πού θά πανηγύριζε ή Μονή.
Άφού άναφέρθηκαν στή δυστυχία καί τή φτώχεια πού υπήρχε στήν πε¬ριοχή τους έδωσαν καί τήν είδηση: ό Χονδρογιάννης είχε επιτεθεί στή θέ¬ση “Χελωνοσπηλιά” κατά τής συνοδείας τού Σεϊντή τού είσπράκτορα, σκοτώνοντας ένα μέλος της καί αρπάζοντας τά φορτία μέ τά χρήματα. Ό Χοδρογιάννης ήταν έμπιστος τής οικογένειας Ζαΐμη καί μάλιστα άνθρω¬πος τοΰ Άνδρέα Ζαΐμη, ό όποιος είχε έγγυηθεΐ κιόλας γι’ αυτόν στούς Τούρκους τό κεφάλι του.
Ή πληροφορία τούς συγκλόνισε. Τούς άφησε εμβρόντητους καί τούς γέμισε αμηχανία. Κανείς εκείνη τή στιγμή όέν μπορούσε νά φανταστεί ότι ό Χονδρογιάννης ήταν απλώς ό εκτελεστής, καί ότι ό έμπνευστής όέν ήταν παρά ό γέρος Άσημάκης Ζαΐμης, ό όποιος μέ αυτόν τόν τρόπο θέλησε νά τερματίσει τις ταλαντεύσεις καί τήν διστακτικότητα τών προκρίτων. Ή συμπυκνωμένη πείρά του τόν έκανε νά κατανοήσει ότι μέσα σ’ εκείνη τήν κατάσταση τών αντιθέσεων, πού κρατούσε άναποφάσιστους τούς φυσικούς ήγέτςς τού άγώνα, χρειαζόταν κάποιο βίαιο γεγονός γιά ν’ ανοίξει τό δρόμο. Έτσι στηριζόμενος στο ένστικτό του άλλά καί κατανοώντας πώς ή άβεβαιότητα πού κυριαρχούσε δέν μπορούσε νά οδηγήσει σέ καλό αποτέλεσμα, έπινόησε τό τέχνασμα μέ εκτελεστή τό Χονδρογιάννη.
Έν τώ μεταξύ, κι ενώ οί πρόκριτοι άπορούσαν καί προσπαθούσαν νά σταθμήσουν τή σημασία τής επίθεσης, έφτασε μια επιστολή γιά τόν Άσημάκη Φωτήλα. Αποστολέας ήταν ό Χονδρογιάννης, ό όποιος μέ συναρπαστική απλότητα έδινε εξηγήσεις γιά τήν ένέργειά του υπογραμμίζοντας πώς “δέν βάσταζεν” νά βλέπει τό Ελληνικό χρήμα τό τόσο άπαραίτητο γιά τόν άγώνα τού Έθνους νά μεταφέρεται στά Τουρκικά χέρια.
Ό Ζαΐμης τότε άνάμεσα στούς άλλους πήρε τό λόγο καί όπως παρα- δίδεται μίλησε ώς εξής:
“’Ενώ ημείς, λέγει σκεπτόμεθα διά νά εϋρωμεν διέξοδον επί τον δημιουργηθέντος ζητήματος, ό λαός μάς έπρόλαβε καί έκήρυξε τήν έπανάστασιν. Εϊμεθα εκ τούτον υποχρεωμένοι νά ιόν άκολονθήσωμεν, διά νά δώσωμεν τήν πρέπουσαν κατεύΟννοιν. Πάσα άλλη οδός, τήν οποίαν έσκεπτόμεθα νά άκολονθήσωμεν. μάς άπεκόπη. Δέν μένει άλλο παρά ή άμεσος κήρνξις τής Έπαναστάσεως. Δέν μάς χωρίζει, πλεόν καμμία διαφωνία. “Ας άναπαυθώμεν απόψε, καί αϋριον εις τήν έκκλησίαν, άφον μεταλάβωμεν τών Άχράντων Μυστηρίων, ας προσενχηθώμεν όλοι, κατά τήν δοξολογίαν εις τόν άγιον Αλέξιον καί τήν Παναγίαν νά μάς βοηθήσονν εις τόν άνισον άγώνα, εις τόν όποιον άποδνόμεθα. Αϋριον τήν αυτήν ώραν νά σννατηθώμεν, ενταύθα, διά νά κανονίσωμεν τά τού αγώνος”.
Ή άπόφαση ειχε οριστικά ληφθεϊ καί δίλημμα δεν υπήρχε πλέον. Ό άγώνας άρχιζε. Οί γενικές γραμμές καθορίστηκαν καί κατέληξαν σέ απο¬φάσεις. Όλοι γνώριζαν καλά ότι άρχιζαν έναν άγώνα θυσιών πού τόν συνόδευαν δραματικές δυσχέρειες. “Ήταν όμως αποφασισμένοι για όλα. Ή 18η Μαρτίου έδινε τό σύνθημα. Σήμαινε τήν ώρα πού μέ τόση λαχτάρα περίμενε ολόκληρο τό “Εθνος. Σύμφωνα μέ τόν Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ οί πρόκριτοι ορκίστηκαν στο Λάβαρο καί αμέσως μετέδωσαν τό μήνυμα σ’ όλες τίς επαρχίες, γνωστοποίησαν τήν απόφαση κι ό καθένας πήγε στήν περιοχή του για νά γίνει επικεφαλής τού αγώνα. Στις 21 Μαρτίου 1821 συγκεντρώθηκαν, όπως ειχε συμφωνηθεΐ, στήν “Αγία Λαύρα οί αρχηγοί. Συνολικά είχαν μαζί τους περισσότερους άπό 600 ανδρες. “Ηταν παρόντες οί αρχηγοί: Σωτ. Χαραλάμπης, Παν. Φωτήλας, Σωτ. θεοχαρόπουλος, Νικ. Σολιώτης, Ίωάν. Παπαδόπουλος ή Μουρεογιάννης, Βασίλειος καί Νικόλαος Πετμεζάς καί άλλοι. ‘Ακολούθησε δοξολογία μέσα σέ ατμόσφαιρα κατανυκτικής μυσταγωγίας. Μετά τό τέλος τής δοξολογίας ό Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τό λάβαρο καί έδωσε τό σύνθημα τού αγώνα.
Ξεκινώντας μέ τό Λάβαρο, τό οποίο κρατούσε ό διάκονος της Μονής Γρηγόριος Ντόκος, καί μέ τό ιστορικό κανονάκι κατευθύνθηκαν πρός τά Καλάβρυτα. Ή θρυλική πορεία περιγράφεται ώς εθνικό πανηγύρι, πού τό οδηγούσε ό ενθουσιασμός, ή χαρά τής λύτρωσης καί τό μεγαλειώδες σύνθημα: “Ελευθερία ή Θάνατος”. Τίποτα δεν φαινόταν δυνατό νά άνακόψει την όρμή τών έλλήνων ή νά συγκρατήσει αύτό τό ηφαίστειο. Τά Καλάβρυτα πολιορκήθηκαν καί αναγκάστηκαν νά παραδοθοΰν, ενώ ή τουρκική φρουρά αίχμαλωτίσθηκε. Ήταν ή πρώτη ελληνική νίκη.
Πρέπει νά σημειωθεϊ εδώ ότι σποραδικές περιπτώσεις ανταρσίας έναντίον τής Τουρκικής Διοίκησης είχαν άρχίσει ήδη από τις 14 Μαρτίου, ενώ στις 16 Μαρτίου σημειώθηκε τό έπεισόδιο μέ τον Χονδρογιάννη καί τήν έπίθεσή του στη Χελωνοσπηλιά, ενάντια στον Σεϊντή Σπαή, τόν τραπεζίτη τού Ταμπακόπουλου. Τά χρήματα πού περιήλθον στά χέρια του άπό αυτή τήν έπίθεση έστάλησαν στή Μονή τής Λαύρας.
Ετσι ή Αγία Λαύρα γίνεται ορμητήριο πολεμικών ένεργειών καί συγχρόνως τό μεγάλο κέντρο ανεφοδιασμού τών πρώτων ελληνικών δυ-νάμεων. Όπως άναφέρεται, κάλυψε τις ανάγκες σέ τρόφιμα εκείνες τις ήμέρες μέ 100 κροιούς, 200 πρόβατα, 50 αγελάδες καί μεγάλες ποσότητες άρτου καί οΐνου.
Τά άποθέματά της σχεδόν εξαντλήθηκαν. Δέν ήταν εύκολο όμως νά εξαντληθεί τό σθένος πού διέθετε τό έμψυχο υλικό τής Μονής. Όταν ή είδηση τής έπαναστάσεως διαδόθηκε στήν Κωνσταντινούπολη στις 3 Απριλίου, ή άντίδρασή ήταν άμεση καί μέ σκοπό νά πτοήσει τούς έξεγερθέντες. Κρέμασαν τόν Πατριάρχη Γρηγόριο καί σύμφωνα μέ τήν “απόφαση” έβαλαν στό στήθος του επιγραφή πού έλεγε “ήτο Μωραϊτης καί δέν έπρόλαβε τήν Έπανάστασιν, εις τήν Επαρχίαν Καλαβρύτων”.
Παράλληλα, όπως άναφέρουν τά Τουρκικά άρχεϊα, εκείνες τις ήμέρες, στις αρχές δηλαδή τού ’Απριλίου τού 1821, οί άντιπρόσωποι τής Μονής τής Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, οί όποιοι διέμεναν στήν Κωνσταντινούπολη, στό Φανάρι, κλείστηκαν στις φυλακές τού Μουσταντζή- Μπασή.