Ό 9ος καί 10ος αιώνας είναι γιά τό Βυζάντιο περίοδος άνθησης τοϋ μοναχισμού. Αποτελούν τή μεταεικονομαχική φάση στή ζωή τής αυτοκρατορίας, κατά τή διάρκεια τής οποίας άναρίθμητοι ήταν εκείνοι πού άναζήτησαν τήν έκφραση καί ολοκλήρωσή τους στό μοναχικό βίο. “Αμεσο επακόλουθο αύτοΰ υπήρξε ή ίδρυση πολλών νέων μονών πού ξεφύτρωναν ή μία μετά τήν άλλη σέ διάφορα σημεία τής βυζαντινής επικράτειας. ’Ανάμεσα στίς τότε νεοϊδρυθεϊσες μονές, προστίθεται ή ‘Αγία Ααύρα άρχίζοντας άπό τό σημείο αυτό τήν προσφρά της στήν ιστορία τοϋ “Εθνους καί τής ’Ορθοδοξίας. ’Αρκετές πληροφορίες – όχι όμως επαρκείς – γιά τό ιστο¬ρικό τής Μονής, μάς δίνει κώδικας τοϋ 1797 ό όποιος εν πολλοις άντι- γράφει παλαιότερο τοϋ 1703 γραμμένο άπό τόν ήγούμενο Ευγένιο.

Τά στοιχεία πού συγκεντρώνουμε μάς οδηγούν στούς χρόνους τής αυτοκρατορίας τοϋ Νικηφόρου Φωκά, όπου μέ δική του υλική ενίσχυση άρχίζει νά κτίζεται στό Άγιον Όρος άπό τόν Όσιο Αθανάσιο τόν ’Αθωνίτη καί δύο συνασκητές του τή Μεγίστη Λαύρα. “Υστερα όμως άπό κάποια διαφωνία πού προέκυψε μεταξύ τους, ό ένας μετέβη στή Ρωσία όπου ίδρυσε τή Μονή τής ‘Αγίας Λαύρας στό Κίεβο, ενώ ό άλλος, μέ τό-όνομα Ευγένιος, τράπηκε προς τήν Πελοπόννησο καί άφοϋ έπέλεξε τή θέση Παλαιομονάστηρο – μιά άπό τις ύποβλητικότερες τής περιοχής, άπόκρη- μνη, γεμάτη άγριο μεγαλείο καί μυστική γαλήνη – άρχισε τό 961 νά άνοι- κοδομεΐ εκεί τή Μονή τής ‘Αγίας Λαύρας.

Σ’ αυτή τή φάση άνοικοδόμησης τής Μονής άνήκουν ό ναΐσκος μέ τά ερείπια τοϋ νάρθηκα καί τών συνεχόμενων κελλιών, πού δέν μάς επιτρέπουν όμως τόν προσδιορισμό τόσο τοϋ κτιριακοϋ όγκου όσο καί τής μορ¬φής πού είχε εκείνη ή πρώτη Μονή. Ό ναΐσκος βρίσκεται εντός τοϋ βρά¬χου .”Εσωτερικά εΐναι θολωτός καί εξωτερικά έχει δίριτη στέγη. ‘Ολό¬κληρο τό εσωτερικό του καλύπτεται άπό τοιχογραφίες, δείγματα κυρίως τής μεταβυζαντινής τέχνης ( τοϋ 1645), ενώ ή ύπαρξη δύο έπιχρίσεων κο¬νιάματος πιστοποιεί καί παλαιότερη αγιογράφηση τής Παλαιολογείου εποχής ή οποία διακρίνεται στό “Αγιο Βήμα.

Στήν έξωτερική πρόσοψη τοΰ ναοϋ διακρίνονταί ακόμη μέρη τής Δευτέρας Παρουσίας τοΰ Κυρίου καί στήν αριστερή καμάρα διασώζονται τοιχογραφίες στις όποιες διακρίνονταί οί Απόστολοι έχοντας στό μέσο καί εντός νεφελών τό Χριστό. Δυστυχώς όμως οί τοιχογραφίες αυτές είναι δύσκολο νά μελετηθούν λόγω καταστροφικών χαράξεων πού έχουν ύποστεΐ στις διάφορες εποχές κι έτσι οί πληροφορίες πού μπορούμε νά πάρουμε δεν είναι άρκετές. Οί τοιχογραφίες αυτές κοσμούσαν τό εσωτε¬ρικό τού νάρθηκα πού σήμερα δεν υπάρχει. “Εκτός τών άλλων, τά σημεία στήριξης τής στέγης του νάρθηκα πάνω στό βράχο, στό ύψος τής οροφής τού υπόλοιπου ναού πιστοποιούν τήν ύπαρξη του.

Πέρα άπό τήν υλική υποδομή της, τό ούσιαστικό στή Μονή ήταν τό έμψυχο δυναμικό της. Στά πλαίσια τής άνθησης τού μοναχισμού, πού ήδη άναφέραμε, άρχισαν νά συγκεντρώνονται στή Μονή πολλοί άναχωρητές άπό διάφορες περιοχές, πού έφθασαν μάλιστα σε κάποια περίοδο καί τόν φανταστικό άριθμό τών 960! Ό πολύ μεγάλος αυτός άριθμός “γίνεται” άκόμα μεγαλύτερος, άν σκεφθοΰμε ότι έπρεπε νά εγκατασταθεί καί νά εξυ¬πηρετηθεί στον άπόκρημνο καί περιορισμένο χώρο τής ‘Αγ. Λαύρας, ή όποία φυσικά δέν είχε δυνατότητες κάλυψης τόσων άναγκών πού δημι¬ούργησε ή ταχύτατη αύξηση τών μοναχών της.

Έτσι ή παραπάνω συνθήκη όδήγησε σέ μιά ίδίάζουσα διάρθρωση τής μοναχικής ζωής πού άξίζει νά σημειωθεί: οί μοναχοί δέν έμεναν όλοι στόν ίδιο τόπο, αλλά κατά όμάδες ή καί μεμονωμένα σέ δικές τους καλύβες μακρυά άπό τή Μονή, όπου καί έπεδίδοντο στή χειροτεχνία. Τα ειδη πού κατασκεύαζαν τά έφερναν στή Μονή μέσω τής όποιας τά πωλούσαν γιά δικό τους κέρδος. Έκει παρέμεναν τό Σάββατο καί τήν Κυριακή, ενώ ύστερα έπέστρεφαν στις καλύβες τους μέ λίγα τρόφιμα επαρκή γιά ολόκληρη τήν εβδομάδα.

Σχετικά μέ τά διοικητικά τής Μονής, άναφέρουμε ότι πουθενά δέν φαίνεται κάποια ιδιαίτερη εξάρτηση άπό τή Μεγίστη Λαύρα τού ‘Αγίου “Ορους, ενώ άντιθέτως πλήθος μαρτυριών καί πηγών πιστοποιούν ότι άναπτύχθηκε καί παρέμεινε άνεξάρτητη. Μιά άπό αυτές άποτελεί τό πα-τριαρχικό συγγίλιο τού 1615, τό οποίο μάς δίνει μέ λεπτομέρειες τό καθε-στώς άνεξαρτησίας τόσο τής ίδιας τής Μονής (τήν όποία άποκαλεΐ σταυροπηγιακή) όσο καί τών μετοχίων πού τής άνήκαν. 

Κατά τή διάρκεια της Τουρκοκρατίας, παρά τις πιέσεις τοΰ κατα- κτητή, οί όποιες όσο περνούσε ό καιρός γινόταν δραματικότερες, οι μοναχοί της “Αγίας Λαύρας κράτησαν μέ πίστη καί σθένος αυτή τήν έπαλξη καί υπεράσπισαν τις παραδόσεις, άποτελώντας πραγματικό πυρήνα έγκαρ- διώσεως καί ένθαρρύνσεως των υποδουλωμένων Ελλήνων. Κατόρθωναν έτσι νά έκτελοΰν έπιτυχώς ταυτόχρονα μέ τή θρησκευτική άποστολή τους καί τήν εθνική. Στή Μονή τής “Αγίας Λαύρας δημιουργήθηκε κέντρο πού έπρόκειτο άργότερα νά γνωρίσει τή δόξα τού μεγάλου όρκου γιά τήν ελευθερία καί νά άποτελέσει τήν πηγή έμπνευσης όλου τοΰ ελληνισμού γιά τήν άποφασιστική εξόρμηση.

Τή σπουδαία όμως επιρροή πού άσκοϋσε ιδιαίτερα στούς ορεινούς πληθυσμούς ή Μονή, άνέκοψε ή λαίλαπα τής φωτιάς, τό έτος 1585· έτος σταθμός στήν ιστορία της, άφΌϋ καταστράφηκε όλοσχερώς. “Η φωτιά αποδόθηκε σέ εμπρησμό των Τούρκων. Άναφέρεται ότι την περίοδο εκεί¬νη, κάτοικοι από τό κοντινό χωριό Π λέσια, μετέφεραν στη Μονή προς φύ¬λαξη άντικείμενα προερχόμενα από αρπαγές. Όταν οί Τούρκοι διαπί¬στωσαν πώς αυτά φυλάσσονταν στη Μονή τής Λαύρας, έπέδραμαν με ασυγκράτητη μανία καί πρωτοφανή θηριωδία κατά των μοναχών. Όλα μετατράπηκαν σέ στάχτες καί άποκάιδια. Πτώματα έμειναν άταφα, πολύ¬τιμοι θησαυροί πού συγκεντρώνοταν εκεί μέ επιμέλεια καί φιλότεχνη φρο¬ντίδα καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν, ενώ λίγοι μοναχοί πού μπόρεσαν νά διασωθούν από τή φωτιά διασκορπίσθηκαν στα γύρω βουνά παίρνο¬ντας μαζί τους ό,τι ήταν δυνατόν κατά τήν τραγική εκείνη ώρα. Οί μονα¬χοί αυτοί εγκαταστάθηκαν τελικά στο μετόχι τού “Αγίου Γεωργίου (Μπά- στα) κοντά στα Λεχαινά τού νομού Ηλείας. Τά κειμήλια πού διασώθηκαν ήταν ελάχιστα- άνάμεσά τους ή κάρα τού αγίου ’Αλεξίου καί μερικά λείψανα αγίων. Κι αυτά διασώθηκαν συμπτωματικά, διότι κατά τήν ημέρα τού εμπρησμού βρίσκονταν εκτός τής Πελοποννήσου μέ τούς μοναχούς Δοσίθεο καί Θεωνά.

Γιά δεκαπέντε χρόνια ή κατεστραμμένη Μονή παρέμεινε έγκαταλελειμένη. Τό 1600, όπως μαρτυρεί τό κτιτορικό, κάποιος Ιωάννης άπό τά Καλάβρυτα ό όποιος άσκούσε τό επάγγελμα τού ράπτη κατέφυγε στά ερεί¬πια τής Μονής καί άρχισε τήν ανοικοδόμηση. “Ο Ιωάννης σύμφωνα πάντα μέ τό κτιτορικό ζοϋσε βίο έντιμο καί θεάρεστο. “Όταν όμως ή σύζυγός του πρόδωσε τήν αφοσίωσή του καί άρχισε νά άπιστεΐ εις βάρος του, αυτός θέλησε νά παραιτηθεί άπό τά εγκόσμια καί βλέποντας τό μοναχισμό ώς τή μοναδική λύτρωση κατέφυγε στήν έρημη περιοχή τής “Αγίας Λαύρας. Έκεΐ αποφάσισε νά ξανακτίσει τή Μονή καί ρίχτηκε μέ πάθος καί ζήλο στο έργο. “Αν άναλογιστει κανείς ότι ό Ιωάννης βρήκε τή Μονή ερειπωμένη, αντιλαμβάνεται αμέσως τή δυσκολία τού έργου καθώς καί τις θυσίες πού άπαιτούσε. Πράγματι ό άνθρωπος αυτός κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες. Έν τώ μεταξύ έπέστρεψαν στή Μονή καί οί διασωθέντες μοναχοί άπό τή μεγάλη καταστροφή άλλα προσήλθαν καί άλλοι νέοι οί όποιοι συσπειρώθηκαν γύρω άπό τον Ιωάννη καί τόν άνέδειξαν ήγούμενο.

Εκείνη τήν εποχή μαρτυρεΐται καί τό εξής θαύμα πού παρατίθεται όπως τό περιγράφει ό χρονογράφος:

“Εις τήν Κώμην Εύρνσθαίνης (Βρώσθαινα) έχουσαν ίκανάς οικίας (καλύβας) κατώκει ευσεβής τις καί εύπορος οικογένεια. Μίαν των ήμερων τό μικρόν τέκνον της εύρίσκετο έκτος τού οίκου των, όπου ήρπάγη άπό λύκον ενώπιον των οφθαλμών τού πατρός καί τής μητρός. Τό θηρίον με τό παώίον έτράπη εις φυγήν. Οι γονείς του, ίδόντες τό όραμα, έτρεξαν όπίσω αυτού όλολύζοντες καί κατακοπτόμενοι. Ούτω δέ τρέχοντες όπισθεν τού λύκου, έφθασαν έμπροσθεν τής Μονής, όπου ό λύκος έστάθη καί άφείς τό παιδίον άβλαβές έγένετο άφαντος. Οί δέ γονείς ίδόντες τό ξένον τού θαύματος, τεσσάρων ώρών διαστήματος όντος, μή βλαβέν τό παιδίον έκ των όδόντων τού λύκου εκ τής άμέτρου χαράς των, πηγαί δακρύων έκ των οφθαλμών των έρρευσαν. Έν τούτω δέ καί ό μακάριος Ιωάννης, άποδείξας αυτούς ότι τής Κυρίας ημών Θεοτόκου θαύμα ήν καί έφύλαξεν τό παιδίον άβλαβές, ώς ποτε καί τον προφήτην Δανιήλ έν τω λάκκο.) των λεόντων, ό τού Ουρανού Δεσπότης καί Κύριος, κατέπεισεν αυτούς ϋμνειν καί προσκυνείν Λυτόν καί προς Αυτόν άποδιδόναι χάριτας, έν παντί τω βίω αυτών.”

Άναφέρεται δτι υστέρα άπό τό συγκλονιστικό αυτό θαϋμα, οί γονείς τοϋ παιδιού πούλησαν δλα τα υπάρχοντά τους καί έθεσαν τούς εαυτούς τους στή διακονία της Μονής. Μέρος των χρημάτων αυτών ό ηγούμενος Ιωάννης τό διέθεσε γιά την άγιογράφηση τού εσωτερικού τοϋ ιερού ναού καί τοϋ νάρθηκα. Σημειωτέον δτι τοιχογραφήθηκε καί τό θαϋμα τής διάσωσης τοϋ παιδιού πού διατηρείται άμυδρά μέχρι σήμερα.

Τό θαϋμα καί τό παράδειγμα τών γονιών τοϋ παιδιού συντέλεσαγ σε σημαντικότατες άφιερώσεις. Πολλοί πιστοί θέλοντας νά βοηθήσουν τό έργο τών μοναχών, άλλά συγχρόνως νά δείξουν καί τήν εΐιγνωμοσύνη τους στο Θεό, έδιναν στή Μονή κτήματα, ζώα, χρήματα καί δ,τι άλλο μπορούσαν. “Ετσι γρήγορα ή “Αγία Ααύρα άπέκτησε οικονομική άνθηρότητα.

Όταν πέθανε ό “Ιωάννης τόν διαδέχθηκε στήν ηγουμενία ό ιερομόναχος Γεννάδιος. Σεμνός άλλά καί ικανός κι αυτός, έβλεπε με θλίψη τις άντικανονικές επεμβάσεις στά τής Μονής τοϋ ’Επισκόπου Κερνίτσης. Στήν προσπάθειά του νά άπαλλαγεΐ άπ” αυτές, πήγε στήν Κωνσταντινούπολη καί διαμαρτυρήθηκε γιά τό δλο θέμα στον Πατριάρχη Τιμόθεο πρώην

Ύπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκον τής όδηγητρίας, τής έπονομαζομένης τής Αγίας Λαύρας, πλησίον τών Καλαβρύτων ήτις υπάρχει σταυρο- πήγιον πατριαρχικόν έκ χρόνων άμνημονεύτων ελεύθερον, άδούλωτον καί άκαταπάτητον, μετά καί τών μετοχίων καί έξω έκκλησιών αϋτοϋ, τον Αγίου Ήλιον, τον Λγίον Γεωργίου εις τον Πλέσια, τοϋ Λγίον Γεωργίου εις τό Γιοφύρι, (Άγιον Γεωργίου εν Μπάστα), (διαγεγραμμένα 10 γράμματα) διά τής πολιτείας καί άνωμαλίας τον καιρού, έκννδήνενε καταπασείν καί έρημοθήναι παντελώς, Θείω τέ ξήλω κινηθείς ό Όσιότατος έν μοναχοίς κνρ γεννμδιος άνακαίνιε πάλιν αυτήν καί έπί τφ πρεπέστερον άπεκα- τέστησε καί οί έκεΐσσε ευρισκόμενοι έχονσι κοινόβιον καθαρόν καί αδο- λον κατά τήν παράδοσιν τών Θείων καί Θεοφόρων πατέρων ημών Σάββα τε καί Αντωνίου τον καθηγητοϋ καί τών καθεξής, καί ήξίωσαν οί αυτοί πατέρες καί τήν ημών μετριότητα ώς αν τό κοινόβιον αυτών εΐη καί διαμένη είς τό διηνεκές έως ον ό Ήλιος έφορμ ‘καί τό αυτό ποιή πατριαρχικόν σταυροπήγιον, Εϊνε ελεύθερον, άδουλον καί άκαταπάτητον, παρά παντός προσώπου μετά καί τών Μετοχίων καί έξωκκλησιών αυτού. Γράφονσα άποφαίνεται καί παρακελεύεται έν πράξει συνοδική τών παρενρεθέντων Ιεραρχών καί ύπερτίμων τών έν πνεύματι άγαπητών αδελφών αυτή καί σνλειτονργών, Iνα ή σεβασμία καί πατριαρχική αϋτη συν τοϊς μετοχίοις καί όρίοις καί κτήμασι, καί μετά πάντων τών πραγμάτων κινητών καί, άκινήτων ϋπάρχει άδονλον, αυτόνομος, άκαταπάτητος, άπό παντός προσώπου, καί όλος άνεπιρέαστος, καί οί έν αυτή άσκούμενοι Ιερομόναχοι καί μοναχοί Νέοι τε καί γέροντες, διάγωσι κοινοβιακώς ώς καί τά λοιπά διάγωσι τά θεία καί Ιερά Κοινόβια, κοινά έχοντες τά βρόματα καί τά πό- ματα σκεπάσματα καί υποδήματα, αλλά καί τό ώφειλόμενον φιλάδελφον καί κατά Θεόν έκαστος τό εαυτού συμφέρον φροντίζων, καί τό τοϋ πλη¬σίον, ώς μιά -ψυχή έν διαφόροις σώμασι, οίκοϋσα καί γάρ ώφελος εύρεϊν έκ τής κοινοβιακής καί ένθέον άσκήσεως έκτελοϋντες τάς κοινοβιακάς άκολουθίας καί Θεόν άνυμνοϋντες διηνεκώς καί δοξάζοντες, ινα καί είς βασιλείας τόπου έπιτύχωσι. Μή τολμώντος τον έπισκόπου Κερνίτζης ή καί οϋτινος, είσέρχεσθαι έν αυτή τή Μονή όλως αύτήν πατεϊν. Καί ζητείν πολύ ή ολίγον άχρι καί οβολού, εί μή μόνον τή ήμετέρμ τοϋ Χριστού μεγάλης έκκλησίας άσπρα τεσσαράκοντα υποταγής, ένεκα άργείν άφορίζειν αύτούς, ανακρίνει πλήν τής ημών μνημονεύσεως, μνημονεύοντες μόνον τον ήμετέρον Πατριαρχικού όνόματος, καί τοϋ κατά καιρόν Οικουμενι¬κού Πατριάρχου διηκουμένη δέ καί διεξαγομένη παρά τών ένασκουμένων έν αυτή, τούς κατά καιρούς, δηλαδή Ηγουμένους καί τών Ίερομονάχων καί μοναχών, ζώντων τε νϋν, καί έσομένων.
Τελή δέ τήν ελευθερίαν ταύτην έσαεϊ, καί είς τό διηνεκές έως ό “Ήλιος έφορά έχοντα άδεια ν’ μετακαλείσθαι αν έθελήσωσι τών πατριαρ¬χικών άρχιερέων είς τάς έμπεσούσας χειροτονίας τών εν αυτή ευρισκομέ¬νων μοναχών όσιοτάτων έκτελοϋντες καί πάσαν άλλην ακολουθίαν εκκλησιαστικήν άνευ τής τοϋ Ίεροϋ σύνθρονού έγκαθιδρύσεως, γίνεται δέ. Ό Ηγούμενος εκλεγόμενος εκ μέσου αύτών, ώς καί έν τοϊς λοιποίς γίνε¬ται Κοινοβιακοίς Μοναστηρίοις, έτι άποφαινόμεθα ϊνα μετά δοκιμασίας προσηκούσης καί μή απλώς καί ώς έτυχεν λαμβάνουν τήν Κουράν καί τό σχήμα, όπως οί προσερχόμενοι τή Μονή, μή τολμήση τις τών μοναχών οϊαν άφιερώσωσι έν τή μονή κτήματα ή πράγματα διεξερχόμενοι, ϊσως άναλαβεϊν βονλόμενος άλλοτριοϋν καί άποξενώσαι ταϋτα τής Μονής, ϊνα μή ό τοιοϋτος ώς Ιερόσυλος νπ” άφορισμόν εϊη κατάραν Θεον. *Όμως καί οστις τών ένασκονμένων ον φροντίζη τά δίκαια τής Μονής καί σνστά- σεως τον Μοναστηριού άλλα Θέληση Κρϋψαι πολύ ή όλίγον έκ τών άφιε- ρωμάτων ή καί άφιερομένων άποστήσαι καί άποξενώσαι ή ζημία προ- ξενήσαι, ό τοιοϋτος ώς μισόκαλος καί καταλντής τών καλλών έργων. 7ε- ρόμενος μέν ών άργός έστω πάσης Ιεροπραξίας, Μοναχός δέ, καί άφορι- σμένος καί κατηραμένος καί άσνγχώρητος έκ τών τής έκκλησίας έσαεί. Καί περί τούτον δήλωσις έγένετο, τό παρόν καί έπιδόθη τή νποληφθήση μονή τής Θεοτόκον καί αειπάρθενου Μαρίας έτι 7.125 άπό Κτήσεως κό¬σμου Μηνί Μαρτίφ Ίνδικτίωνος 13η.

Έλέω Θεοϋ
Τιμόθεος Πατριάρχης 5Αρχιεπίσκοπος Κων/λεως Νέας Ρώμης-,καί Οικουμενικός Πατριάρχης, ό Καισαρίας Καπαδοκίας Γρηγόριος, ό Σκύ¬ρου Παρθένιος, ό Δέρκων Τιμόθεος, ό Χριστονπόλεως Ταράσιος, ό Λίνον Δανιήλ, ό Κνζίκον Παϊσιος, ό Κώον Θεόκλητος, ό Βάρνης Τωάσαφ, ό Καισαρίας καί Παλαιστήνης Ήσαϊας.