Τμήμα του ξυλόγλυπτου τέμπλου από τον ιστορικό ναό, το οποίο διασώθηκε από τις καταστροφές. Εικονίζεται η φραγγέλωση του Κυρίου σε δείγμα εξαιρετικής εργασίας

Ή Επανάσταση άφησε δπως, είδαμε, πίσω της υλικά ερείπια. Αυτή όμως ή υλική καταστροφή γιά άλλη μιά φορά δέν στάθηκε ικανή νά καταστρέφει εκείνη τήν ψυχική δύναμη πού χαρακτηρίζει τούς “Ελληνες στίς δύσκολες ώρες. Ή ελευθερία είχε απαιτήσει βαρύ τίμημα, αλλά παράλληλα ειχε πτερώσει τή σκέψη τού “Εθνους. Εκμεταλλευόμενοι τήν ψυχική δύναμη καί βάζοντας σε λειτουργία τό οξύ πνεϋμά τους, οί “Ελληνες άρχι¬σαν τήν ανασυγκρότηση. ‘Η Μονή τής ‘Αγίας Ααύρας μέ τήν αστραφτερή της αίγλη, αλλά καί τό θρύλο μέ τόν όποιο είχε συνυφανθεί, δέν ήταν δυ¬νατόν, παρά κι αυτή τή φορά νά δίνει τό προβάδισμα.

“Ας μήν λησμονήσουμε όμως πώς ή νέα περίοδος τής ανασύστασης τού κράτους βρήκε τή Μονή κυριολεκτικά θαμμένη στά ερείπια πού προ- κάλεσε ή τελευταία επέλαση τού Ίμπραήμ τό 1826. Οί μοναχοί πρώτοι είδαν τήν άνασυγκρότησή της ώς υπέρτατο χρέος ευγνωμοσύνης πρός τόν Θεό, άλλά συγχρόνως καί ώς εθνικό καθήκον. “Ετσι τό 1828 άρχισε ή άνέ- γερση τής νέας Μονής στή θέση πού βρίσκεται σήμερα. Γίνεται βέβαια εύκολα άντιληπτό ότι ή άπόφαση τήν οποία έλαβαν δέν ήταν καθόλου άπλή. Πρώτα-πρώτα τά όσα μέσα εΐχαν στή διάθεσή τους ήταν άσήμαντα κι έτσι άπό τήν άρχή άνέκυψαν διαφωνίες. “Αλλοι υποστήριζαν ότι οί τό¬σο ελάχιστες υλικές δυνατότητες δέν μπορούσαν νά επιτρέψουν ούτε κάν τή σκέψη τής ανοικοδόμησης. Ένώ άλλοι είχαν τήν άντίθετη άκριβώς γνώμη, προτείνοντας μάλιστα τήν άνέγερση τής Μονής είκοσι περίπου μέτρα μακρύτερα γιατί στήν πρώτη θέση τό έδαφος ήταν κολώδες. Σ’ αυτή τήν μετατόπιση συνηγορούσε καί τό γεγονός ότι εξασφάλιζε εξαίρετη κάτοψη πρός τήν άνατολικοακριτική πλευρά.

Παρά δμως τις προτάσεις καί τις άντικρουόμενες απόψεις, ή Μονή παρέμενε σέ έρειπιώδη κατάσταση παρουσιάζοντας μιά καταθλιπτική εικόνα. Ό λόγος ήταν κυρίως οικονομικός. Τό ταμείο τής Μονής ήταν ουσιαστικά κενό, τήν ϊδια στιγμή πού γιά τήν ανέγερσή της έπρεπε νά πληρώνονται 80 τεχνίτες καί βοηθοί καί νά παρέχονται σ’ αυτούς 100 οκάδες άρτου καθημερινά καί άνάλογες ποσότητες τυριού, κρασιού, κρέατος καί οσπρίων. Αύτή τή δραματική δυσχέρεια οπωσδήποτε δέν τήν αγνοούσαν καί όσοι είχαν ταχθεί ύπέρ τής άνοικοδόμησης. “Αντιθέτως είχαν πλήρη επίγνωση τής συντριπτικής δυσαναλογίας μεταξύ άναγκών καί δυνατοτήτων, άλλά διέθεταν γιά άλλη μιά φορά εκείνα τά άντίβαρα μέ τά όποια κερδίθηκε ό άγώνας· τήν πίστη τους, τή θέλησή τους καί τήν αισιοδοξία.

Κατά κύριο λόγο ξεκίνησαν μ” αύτά, καί είναι άλήθεια ότι πέτυχαν νά συγκινήσουν τούς εύσεβεΐς “Ελληνες οί όποιοι, αν καί άντιμετώπιζαν τή νέα πραγματικότητα μέ έλάχιστες οικονομικές δυνάμεις, ποτέ δέν ξέχασαν τήν ‘Αγία Λαύρα. ‘Η ψυχή τους καί πάλι θαυματούργησε. Τό ύστέρημα ξαφνικά έγινε πλούτος. “Εδωσαν χρήματα, δημητριακά, αιγοπρόβατα. Πρόσφεραν τιμαλφή γιά άναθήματα καί δ,τι άλλο μπορούσε ό καθένας. Μ’ αύτό τόν τρόπο, ή άνοικοδόμηση έγινε ύπόθεση πίστης καί φιλοπατρίας.

Γιά τήν άνέγερση μόνο τοϋ εξωτερικού τοίχου τής Μονής χρειάστηκαν τρία ολόκληρα χρόνια. Όταν ολοκληρώθηκε τό εξωτερικό κτιριακό συγκρότημα, ό κάθε μοναχός κατέλαβε άνάλογη έκταση μέ τήν υποχρέωση νά κτίσει τά χωρίσματα καί νά στεγάσει τό κελλί πού αύτά θά δημιουργούσαν. Παρά τό γεγονός ότι ή κατασκευή των κελλιών έγινε ούσιαστικά άπό μοναχούς, όταν ή άνοικοδόμηση περατώθηκε είχε μείνει ένα ογκωδέστατο γιά τήν έποχή χρέος. Ή Μονή δφειλε 58.000 γρόσια. Γιά τήν εξό¬φλησή του πάλι συνέβαλε κυρίως ή εργατικότητα των μοναχών, άλλά καί ή συμπαράσταση πολλών φίλων τής Μονής. “Αξίζει έδώ ενδεικτικά νά ση¬μειωθεί τό έντονο ένδιαφέρον ενός άπ” αύτούς, τοϋ καπετάν Γκολφίνου ΙΙετμεζά, ό όποιος έκανε συχνές έπισκέψεις κατά τή διάρκεια τών έργων, κατηύθυνε τήν όλη προσπάθεια καί έδινε συμβουλές. Ή Μονή δμως εξακολουθούσε νά μένει ήμιτελής καί μάλιστα τής έλλειπε τό πιο σημαντικό κομμάτι της· ό ναός. Γιά οκτώ χρόνια, οί μοναχοί χρησιμοποιούσαν ώς βασικό ναό γιά τις άκολουθίες τους τόν πυρπολημένο καθολικό τής Πα¬λαιός Μονής, μέ άποτέλεσμα τήν ταλαιπιυρία τους ιδιαίτερα κατά τή διάρκεια τοϋ χειμώνα.

Ή βασική αυτή έλλειψη, ή όποια δέν έπαψε νά απασχολεί τή σκέψη των ιθυνόντων άρχισε νά άντιμετωπίζεται. Τό 1833 μπαίνει σέ εφαρμογή σχέδιο άνοικοδόμησης τοΰ καινούργιου Ναοΰ τής Κοιμήσεως τής Θεοτό-κου, εντός τοΰ περιβόλου τής νέας Μονής. Τό άποτέλεσμα τής σοβαρής αυτής προσπάθειας ήταν ένας μεγαλοπρεπής καί ευρύχωρος ναός μέ τρεις “κουμπέδες”. Είχαν εργαστεί γι’ αυτό άσταμάτητα επί επτά μήνες 40 τε-χνίτες καί είχαν φυσικά δαπανηθεί πολλές χιλιάδες δραχμές. Οί μοναχοί έμπνευστές καί εκτελεστές τού όλου έργου ήταν δικαιωματικά υπερήφα¬νοι γιά τό δ,τι είχαν καταφέρει.

Γιά άκόμη μιά φορά όμως, ή χαρά τους δέν έμελλε νά διαρκέσει πολύ. Τό πρωΐ τής 24ης Ιουλίου τού 1844, ή Μονή ύπέστη καί νέο σκλη¬ρότατο πλήγμα. “Ενας τρομακτικός σεισμός προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο ναό, ενώ οί μετασεισμικές δονήσεις πού γιά μιά εβδομάδα ταλαιπω¬ρούσαν τήν περιοχή ολοκλήρωσαν τό καταστροφικό έργο.
Μετά τό βαρύ χτύπημα τοΰ εγκέλαδου, ή Λαύρα γιά μιά άκόμη φορά εισέρχεται πάλι σέ φάση άγώνων γιά άνοικοδόμηση, άγώνων πού στή διάρκεια τής μακραίωνης ιστορίας της δέν είναι διόλου ασυνήθιστοι.

Τό 1850 είναι έτος έναρξης τής άνοικοδόμησης. Παρά τις οικονο¬μικές δυσκολίες, οί όποιες άνάγκασαν τή Μονή νά ζητήσει τή συνδρομή τής τότε Ελληνικής κυβέρνησης – χωρίς όμως ιδιαίτερο άποτέλεσμα, όπως τουλάχιστον άναφέρεται – ό Ναός ξανακτίστηκε. Εξωτερικά δόθη¬κε ή οψη περικαλλούς καί επιβλητικού πύργου, ενώ εσωτερικά κυριάρχη- ^ σε ή κομψότητα. Τό καθολικό πλέον έγινε στο ρυθμό τής μεταγενέστερης βασιλικής μέ τρούλλο. Γύρω άπ’ αύτόν υψώθηκαν πολλά κελλιά καί οί άποθήκες τής Μονής. ΓΙιό πέρα άπλώθηκαν οί κήποι, οί μελισσώνες, οί άγροί, τά δάση καί τά ποιμνιοστάσια της.

Καθώς τά χρόνια περνούσαν ή Μονή συνέχιζε τήν πορεία της, παράλληλα μ’ εκείνη τού ίδιου τού Ελληνικού κράτους πού, νεοσύστατο όπως ήταν, έδινε τή μάχη γιά τήν επιβίωση καί τά κατάφερνε. Ή Άγια Λαύρα ήταν στήν καρδιά τών Ελλήνων συνυφασμένη μέ τήν άρχή τής έπαναστάσεως, καί πολύ συχνά άποτελοΰσε τό επίκεντρο τοΰ ενδιαφέροντος τους.

Τό 1938 μέ τή συνδρομή τής τότε κυβέρνησης δόθηκε χρηματική βοή¬θεια στή Μονή κι έτσι άρχισε νά κτίζεται στή δυτική πλευρά της τό ίστορικοθρησκευτικό μουσείο. Ή έκρηξη όμως τοϋ πολέμου τό 1940 άνέστειλε τήν ολοκλήρωση τοϋ έργου. Ξανά ή Μονή τής Λαύρας θά έμπαινε σε στά¬διο άγώνων, αλλά καί θά έδινε μαρτυρία θυσίας καί προσφοράς. Βλέπο¬ντας οί μοναχοί τά δεινά ολόκληρου τοϋ ελληνικού λαοϋ, καί περισσότερο εκείνων τής γύρω περιοχής τους, δεν μπορούσαν νά μείνουν αμέτοχοι. Βοηθούσαν μέ κάθε τρόπο καί όσο βέβαια τούς έπέτρεπαν οί συνθήκες, μιας καί τόσο^ό λιμός, όσο καί οί γερμανικές απειλές τούς περικύκλωναν όλο καί περισσότερο. Ή Μονή τής ‘Αγίας Λαύρας έμελλε νά δοκιμαστεί άλλιυστε πολύ σοβαρά. Ή χιτλερική θηριιυδία δέν μπορούσε νά άφήσει έκτός τοϋ κύκλου των κακουργημάτων της τά Καλάβρυτα. Στις 8 Δεκεμβρίου 1943, οί Γερμανοί παρέδωσαν στις φλόγες τό ορεινό χωριό Ρωγοί καί έκτέλεσαν 70 άνδρες άπό τούς κατοίκους. Συνέχισαν νά σκορπούν τό θάνατο στήν Κερπινή καί στο Βραχνί καί έφτασαν στά Καλάβρυτα. Στις 13 τοϋ ίδιου μήνα, ήμέρα ή οποία θά στιγματίζει αίιϋνια τή Γερμανία εκεί-νης τής εποχής, τά Καλάβρυτα έγιναν παρανάλωμα τοϋ πυρός. Εξόντω¬σαν ολόκληρο τον ανδρικό πληθυσμό τής πόλης προσθέτοντας μιά εφιαλτική σελίδα στήν ιστορία τής κατοχής. Είναι γνωστό ότι ή συνείδηση τοϋ τότε έλεύθερου κόσμου καταδίκασε τό αποτρόπαιο αυτό έγκλημα ως έργο θηριωδών ενστίκτων καί πραγματική αισχύνη γιά τό ανθρώπινο γένος.

Αξίζει όμως νά άφήσουμε εδώ ένα σύντομο απόσπασμα λογοτε¬χνικής μαρτυρίας, νά ζωντανέψει τό γεγονός : ” …Στις 13 τοϋ Δεκέμβρη έζωσαν (οί Γερμανοί) άπό παντοϋ τά Καλάβρυτα καί άρχισαν νά χτυπούν τις καμπάνες. “Ολοι βγήκαν στους δρόμους. Τούς ώδήγησαν στήν αυλή τοϋ σχολείου. ΈκεΙ ξεχώρισαν τούς άνδρες καί τά άγόρια πάνω άπό δέκα πέντε χρόνων καί τούς τράβηξαν πέρα άπό τό νεκροταφείο στούς πρόποόες τοϋ λόφου. Γιατί φαινόταν Ολόκληρη ή πόλη. Κι έστησαν μπροστά τους δύο πολυβόλα γιά νά μή ξεφύγει κανείς. νΕπειτα έβαλαν φωτιά στά Καλάβρυτα. Οί άνθρωποι έβλεπαν τά σπίτια τους νά καίγο¬νται κι άκουγαν τις στριγγλιές των δικών τους. Τρελλοί άπό άπελπισία πίστεψαν πώς καί οί γυναίκες καί τά παιδιά τους καίγονταν μαζί. Οί δή¬μιοι άφοϋ χάρηκαν σαδιστικά τό μαρτύριο τους, τούς πυροβόλησαν καί τούς σκότωσαν όλους….” (Φύλλα Κατοχής , Ιωάννας Κ. Τσάτσου).

Τό βάναυσο έργο όμως των Γερμανών συνεχίστηκε καί την επόμενη μέρα στις 14 Δεκεμβρίου όπου οί χιτλερικές ορδές έφτασαν στή Μονή. Οί μοναχοί μόλις πού πρόλαβαν νά κρυφτούν στό κοντινό δάσος. Μόνο τρεις παρέμειναν στό Μοναστήρι κοντά στόν άσθενή ιερομόναχο Εύθύ- μιο Χρυσανθακόπουλο. Δέν μπόρεσαν νά ύποπτευθοϋν ότι οί Γερμανοί πλησίαζαν μεθυσμένοι άπό τό αίμα καί τήν καταστροφή, ούτε ότι έρχο¬νταν νά ολοκληρώσουν τό κακό καί τήν θηριωδία, καί φυσικά δέν εΐχαν φαντασθεί ότι έπρόκειτο νά ύποστοϋν τή μανία τών εγκληματιών πού είχαν εισβάλει στή Μονή. Έτσι οί τρεις καλόγεροι τούς άνοιξαν τήν πύ¬λη καί οί επιδρομείς σέ κατάσταση παροξυσμού έγκληματικότητας άρχι¬σαν τή λεηλασία. Έκαψαν κελλιά, κατέστρεψαν τις άποθήκες καί έκτέλε- σαν επί τόπου τούς τέσσερεις μοναχούς καί τόν ύπάλληλο τής Μονής Πα¬ναγιώτη Μπράτσικα. Τούς έκτέλεσαν κάτω άπό τόν ιστορικό πλάτανο στή σκιά τοϋ οποίου άναπαυόταν ή Επανάσταση τοϋ 1821, άναπαύονταν οί άγωνιστές τοϋ δικαίου, καί τόσο σύντομα άναπαύτηκαν καί οί σύγχρο¬νοι συνεχιστές τους. Οί μοναχοί πού έκτελέστηκαν ήταν ό Βασίλειος Να- σόπουλος άπό τό ’Αγρίνιο, 50 ετών, πνευματικός, ό ’Αγαθάγγελος Άση- μακόπουλος άπό τά Δαμποτινά Ναυπακτίας, 40 ετών, γραμματέας, ό Νε¬όφυτος Άρφάνης άπό τήν κάτω Κλειτοριά, 40 ετών καί ό Εύθύμιος Χρυ- σανθακόπουλος άπό τό Καλλιφώνιο, 70 ετών, ό όποιος ήταν βαρειά άσθενής. Στόν κατάλογο προστίθενται καί οί μοναχοί καθηγητές Θεολο¬γίας Δωρόθεος Παπαδημητρίου άπό τήν Άνω Κλειτορία καί Παρθένιος Δουκόπουλος άπό τό Λευκάσι, οί όποιοι δίδασκαν στό γυμνάσιο Καλα¬βρύτων, καθώς καί ό Δόκιμος μοναχός Κωνσταντίνος Άντα)νόπουλος άπό τό Δευκάσι, φοιτητής Θεολογίας. Τό 1942 περίπου στό μετόχι τής Μονής τοϋ Αγίου ’Αθανασίου Φιλίων φονεύθηκε καί άλλος αδελφός τής Μονής ό Αμβρόσιος Παπαρρηγόπουλος. Έτσι τά θύματα τά οποία θρή¬νησε ή Μονή άνήλθαν στά οκτώ.

Αφήγηση τοϋ τότε ήγουμένου τής Μονής τής Αγίας Λαύρας Πολυ¬κάρπου Πάϊκου καί τοϋ ίερομονάχου Βαρθολομαίου Βουρλούμη, ή οποία περιγράφει πολύ ζωντανά τί άκριβώς συνέβη εκείνη τή φρικτή μέ¬ρα, διασώζεται στό βιβλίο τοΰ Κ. Βοβολίνη, “Ή Εκκλησία στόν άγώνα τής ’Ελευθερίας” (σ. 356-57):
“’‘Από τήν Δευτέρα τ’ απόγευμα (13 Δεκεμβρίου 1943) ξέραμε τή σφαγή των Καλαβρύτων. Μάς έπιασε μιά φοβερή άγανάκτηση. Τήν άλλη μέρα πού ξημέρωσε Τρίτη, είμαστε όλοι στο πόδι. Βάλαμε καραούλια γιά νά δούμε τά κινήματα των Γερμανών. Στις 7:30′ τό πρωί έφτασε στο Μο¬ναστήρι ή είδηση πού μάς έλεγε γιά πού πορεύονται οί Γερμανοί. ‘Έρχο¬νταν γιά τή Δαύρα. Αποβραδύς είχαμε πάρει τήν άπόφασί μας. Θά σκα¬λώναμε στά βουνά. Φύγαμε, λοιπόν, όλοι έκτος τών καλόγερων: Βασίλη Νασοπούλου, Νεοφύτου Αρφάνη, Αγαθαγγέλου Ασημακοπούλου, Ευθύ¬μιου ΧρυσανΟακοπούλου, καί του φύλακος τού Μοναστηριού Παναγιώ- του Μπράτσικα. Ό τέταρτος καλόγερος ό ΧρυσανΟακόπουλος, ή το κατά¬κοιτος καί παράλυτος. Αύτόν άκριβώς μείναν νά πάρουν οί αδελφοί. Ζούσε τήν τελευταία μέρα τοΰ βίου του. Κουβέντιαζε αποβραδίς μέ τό Θά¬νατο. Οί Γερμανοί στις 8 ήταν εκεί. ’Έψαξαν παντού καί έβαλον φωτιά στά κελλιά. Τούς καλόγερους μέ τόν φύλακα τούς έβγαλαν έξω καί τούς πήγαν κάτω άπό τόν πλάτανο τόν ιστορικό, έκεί πού είχαν κρεμάσει τά καρυοφύλλια τους οί ήρωες τού 21.

Τούς παίδεψαν φριχτά γιά νά τούς αναγκάσουν νά μαρτυρήσουν τά κρησφύγετα τών ανταρτών. ’Εκείνοι δέν έλεγαν τίποτα. Μετά τούς σκό¬τωσαν. Ή καλύτερα τούς σαψάλιασαν μέ τά βαριά τους όπλα. Κι’ αύτόν ακόμα τόν άρρωστο καί παράλυτο Χρυσανθακόπουλο, τόν είχαν παιδέψει προτού τόν σκοτώσουν. Τούς καλόγερους τούς βρήκαμε πεσμένους κατά γης. Αλλους άνάσκελα, κι” άλλους μπρουμυτισμένους. Τόν Μπράτσικα τόν βρήκαμε καθιστό πάνου στο πεζούλι τού Πλάτανου, πού ό κορμός του στήριζε τή σαψαλιασμένη πλάτη του. Καί νεκρός έκανε τό καθήκον τουτ^ Φύλαγε τά ιερά καί τούς πατέρες. Φόραγε μιά καινούργια στολή Ιταλική κι έμοιαζε άπό μακρυά σάν ζωντανός στρατιώτης πού ξεκουράζονταν.

“Οταν τό απόγευμα ζυγώσαμε προς τό μοναστήρι γιά νά δούμε τί κάηκε καί τί σώθηκε τόν πήραμε άπό μακρυά γιά Γερμανό καί τό ξαναβάλαμε στά πόδια. Από μιά βίγλα τόν παρατηρούσαμε προσεκτικά. Τότε είδαμε ότι δέν σάλευε… ”