Ή περίοδος τής Ένετικής κυριαρχίας στήν Πελοπόννησο ήταν γιά τή Μονή σχετικά καλή καί δχι μόνο δέν έμπόδισε τήν πρόοδό της άλλά, όπως άναφέρεται συμπίπτει καί μέ τήν άκμή της. Άπό τό 1715 όμως οί ’Οθωμανοί εκδίωξαν οριστικά τούς Ενετούς καί επέβαλαν τή δική τους κυριαρχία. Μιά κυριαρχία σκληρή καί βάρβαρη, ή όποια έπέφερε δεινές συμφορές σ’ όλόκληρο τόν Ελληνισμό τής περιοχής καί φυσικά στή Μονή τής Λαύρας. Ό ηγούμενος Καλλίνικος, θέλοντας νά δείξει τό μέγεθος τοΰ κακοΰ, αναφέρει δέν είναι ικανός ό νοϋς νά τάς ένθνμηθή και ή χειρ νά τους παραδώση εις τόν χάρτην.”
Άπό τό 1735 καί έπειτα άρχισε νά παρατηρεϊται κάποια βελτίωση στήν κατάσταση. Έπί τών ημερών τοΰ ηγουμένου Τιμοθέου άπό τή Βυσωκά (Σκεπαστό), ενός ενάρετου καί δυναμικού άνθρώπου, καί στά πλαίσια τής έντονης δραστηριότητας του, ή Μονή είδε καλύτερες μέρες· ή περιουσία της αυξήθηκε, αγοράσθηκαν νέα κτήματα, κατασκευάσθηκε ό άμβωνας καί τό τέμπλο τοϋ ναού, έγινε ή εσωτερική διακόσμηση, άγιογραφήθηκε ό έξω νάρθηκας. Τότε ό ιερομόναχος Νεόφυτος εκτός άπό δύο επιτραχήλια κεντημένα μέ μάγγανο, ένα άργυρό Ευαγγέλιο καί ένα άργυρό θυμιατήρι, όπως άναφέρει καί ό κώδικας, έφερε άπό μετόχι τών Παλαιών Πατρών λάβαρο υψηλής τέχνης πού είκόνιζε τήν Κοίμηση τής Θεοτόκου κεντημένη κι αυτή μέ μάγγανο. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως παραπέτασμα τής Ωραίας Πύλης καί ώς πρώτη Ελληνική Σημαία. Σ’ αύτό όπως θά δούμε καί στό σχετικό κεφάλαιο ορκίστηκαν οί άγωνιστές τοϋ 1821. Είναι τό γνωστό σέ όλους Λάβαρο τής Έπαναστάσεως.
Έν τώ μεταξύ ό ηγούμενος Τιμόθεος παραιτήθηκε καί τόν άντικατέστησε ό “δοκιμώτατος” ιερομόναχος Ζαχαρίας άπό τούς Ρωγούς Κερπινής, υπόδειγμα κι αυτός άρετής καί πίστης. Ό ιερομόναχος Ζαχαρίας ήταν νομικός, διέθετε γενικότερη μόρφωση καί εμπειρία. Είχε άρνηθεί τό άξίωμα τής άρχιερωσύνης πού τοϋ προσφέρθηκε μετά τό θάνατο τοϋ επισκόπου Κερνίτσης καί προτίμησε τό μοναχικό βίο στον ευλογημένο τόπο τής Άγιας Λαύρας.
Έκεί άφιέρωσε τή ζωή του καί έθεσε σέ λειτουργία όλόκληρο τό δυ-ναμικό του. Έπιδόθηκε στήν άνασυγκρότηση τής Μονής καί μέ τή βοήθεια τών προεστών τών Καλαβρύτων καί κυρίως τοϋ Κωνσταντίνου Ζαϊμη άρχισε νά προσθέτει, λόγω αύξησης τοϋ άριθμοϋ τών μοναχών, καί δεύτερο όροφο στή Μονή.
Άπό τις 26 Δεκεμβρίου τοϋ 1764, νέος ήγούμενος άναλαμβάνει ό ιερομόναχος Θεόκλητος άπό τά Λαγκάδια Γορτυνίας μέ τό όνομα Άνθιμος. Ενάρετος κι αυτός καί μέ πλούσια δραστηριότητα άποτέλεσε παράγοντα προόδου γιά τή Μονή. Έπί τών ήμερών του ή περιουσία της αύξήθηκε. Εξασφαλίζοντας καί πάλι τή συμπαράσταση τοϋ Κωνσταντίνου Ζαΐμη κατάφερε νά άποδεσμεύσει τά κτήματα πού είχαν καταπατηθεί καί νά δώσει νέα άνθηση στά οικονομικά. Ό Άνθιμος έπέκτεινε τή δραστηριότητά του καί έξω άπό τή Μονή πηγαίνοντας δύο φορές στήν Κωνσταντινούπολη. Τήν πρώτη, όπως άναφέρεται σέ άρχαιο κώδικα:
“Επειδή, μετά τον Θάνατο του προηγουμένου Σαμουήλ και των δύο Ιερο-μόναχων, εις την Κωνστανινούπολιν, έκινδύνενσε τό κυτίον των άγιων Λειψάνων, μετέβη εκεί και τό παρέλαβε, μετά παραμονήν δέ 18 μηνών, έπανήλθεν, εις την Μονήν, μέ πολλάς εισφοράς καί δυο φιρμάνια. Τό έν ώριζεν, ότι δεν έπρεπε νά κληρονομούν τούς μοναχούς οί συγγενείς των καί τό άλλο διέτασσε, νά μή κόπτουν οί ξένοι τον λόγγον της Μονής καί νά μή ρίπτουν τά ζωντανά των εις τον τόπον αυτής. ’Επί πλέον έφερε καί ένα Συνοδικόν, επί Πατριάρχου Σαμουήλ, διά τού οποίου έπετρέπετο εις τούς πατέρας νά τρώγουν κρέας. ”
Τη δεύτερη φορά πού άναφέρεται ότι πήγε στην Κωνσταντινούπολη ‘ είχε μαζί του την κάρα τοϋ αγίου ’Αλεξίου. Συγχρόνως, επειδή απολάμβανε καί τής εύνοιας τοϋ Πατριάρχη Γαβριήλ, κατόρθωσε νά αποκτήσει τό μοναστήρι τοϋ άγιου Γεωργίου (Κουδουνά) στό νησί Πρίγκιπο, μαζί μ’ όλόκληρη τήν κτηματική περιουσία του. Μέ βάση τό “καταστατικό” πού συντάχθηκε άπό τον ιερομόναχο Μελέτιο όταν εγκαταστάθηκε εκεί ως άντιπρόσωπος τής Μονής τό γεγονός τοποθετείται χρονικά στά 1781.