(εικ. 7) Η Ιστορική Μονή της Αγίας Λαύρας κατεστραμένη από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.

14-12-1943 «Πονέσαμε για το βίαιο και μαρτυρικό τέλος τους, αλλά και τους μακαρίσαμε, έλεγε αργότερα ο π. Ευσέβιος Γιαννακάκης˙ εξασφάλισαν την αιωνιότητα. Τι ωραίος θάνατος μετά τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία! Μακάρι να ήμουν κι εγώ ένας απ΄ αυτούς… Με άφησε για τις αμαρτίες μου ο Θεός…». (Γέρων Ευσέβιος Γιαννακάκης)

Τις τελευταίες ημέρες οι κατακτητές είχαν σκορπίσει τον όλεθρο στα γύρω χωριά. Οι πατέρες, για κάθε ενδεχόμενο, είχαν ήδη αρχίσει να ασφαλίζουν ό, τι πολύτιμο διέθετε η Μονή.

(εικ. 1) π. Ευσέβιος Γιαννακάκης

(εικ. 1) π. Ευσέβιος Γιαννακάκης

Ο π. Ευσέβιος Γιαννακάκης είχε τότε το διακόνημα του «εκκλησιαστικού». Συγκέντρωσε, λοιπόν, τα καλύτερα ιερά σκεύη και πολλά από τα κειμήλια, τα οποία τοποθέτησε σε μια κρύπτη του ισογείου, που στη συνέχεια την έκτισε από μπροστά.
Επίσης, μαζί με τον π. Νεόφυτο Αρφάνη έβαλαν τα καλύτερα ιερατικά άμφια, ράσα, κοντόρασα και άλλα ρούχα σε κασέλες, τις οποίες έκρυψαν σ΄ ένα λάκκο που άνοιξαν στο περιβόλι. Τον πολυτιμότερο θησαυρό της Μονής, τη θαυματόβρυτη Κάρα του Αγίου Αλεξίου ο π. Ευσέβιος και ο π. Άνθιμος Δημακόπουλος την ανέβασαν επάνω στο τέμπλο, το οποίο ήταν αρκετά φαρδύ και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κρύπτη. Το Λάβαρο της Επαναστάσεως, αφού το προστάτευσαν ανάμεσα σε λαμαρίνες, το έκρυψαν στη σκεπή του Ναού.
Με πρόταση του Πνευματικού της Μονής π. Βασιλείου Νασιοπούλου, οι πατέρες άνοιξαν μια μεγάλη γούβα στο υπόγειο κάτω από την αίθουσα των κειμηλίων. Την έκτισαν εσωτερικά γύρω γύρω και έκρυψαν εκεί τα υπόλοιπα κειμήλια. Επίσης, φύλαξαν μέσα σε μπαούλα πολύτιμα χειρόγραφα και όσα βιβλία μπόρεσαν.

Την επομένη, Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου, είχε πέσει μια παράξενη καταχνιά προς τα Καλάβρυτα. Στην Μονή στις δώδεκα και μισή το μεσημέρι, ακούστηκαν μυδραλλιοβόλα να δουλεύουν επί πέντε ως δέκα περίπου λεπτά. Ο ορίζοντας στο βάθος ήταν κόκκινος. Σε λίγο ακούστηκαν μεμονωμένοι πυροβολισμοί. Δύο Αρχιμανδρίτες της Μονής, ο π. Δωρόθεος Παπαδημητρίου (εικ. 2) και ο π. Παρθένιος Λουκόπουλος (εικ. 3), καθηγητές θεολόγοι στο Γυμνάσιο των Καλαβρύτων, είχαν καταφύγει στην πόλη από το βράδυ. Μαζί τους ήταν και ο δόκιμος μοναχός Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, φοιτητής θεολογίας (εικ. 4). Η ώρα όμως περνούσε και κανένας δεν είχε επιστρέψει. Οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο και την έξοδο από τα Καλάβρυτα, και έτσι οι πατέρες δεν μπόρεσαν να μάθουν τι ακριβώς έγινε εκεί.
Στο Μοναστήρι μας, επικρατούσε φαινομενικά ησυχία, όμως όλοι είχαν το φόβο ότι θα έρχονταν ξανά οι Γερμανοί, με κακό σκοπό. Πολλοί σκέπτονταν να φύγουν. Μάλιστα, ο π. Αγαθάγγελος Ασημακόπουλος είχε ετοιμάσει ένα μίγμα από καρύδια και σταφίδες και μοίραζε σε όσους ήθελαν, για να το πάρουν μαζί.
Το βράδυ αποφασίσθηκε να εξομολογηθούν όλοι οι πατέρες και την επομένη να γίνει Θεία Λειτουργία, για να κοινωνήσουν. Ο ηγούμενος π. Πολύκαρπος Πάϊκος και αρκετοί μοναχοί διανυκτέρευσαν στο βουνό, και το πρωί επέστρεψαν στο Μοναστήρι για τη Θεία Λειτουργία που για μερικούς επρόκειτο να είναι και η τελευταία.

Ξημέρωνε η 14η Δεκεμβρίου, ο π. Ευσέβιος έπρεπε κανονικά να σημάνει για την Ακολουθία στις τεσσερισήμισι. Είχε όμως μια κακή προαίσθηση και σήμανε στις τρείς και τέταρτο. Ούτε ο ηγούμενος ούτε κανείς άλλος του έκανε παρατήρηση. Αν δεν κτυπούσε μια ώρα και πλέον ενωρίτερα, οι Γερμανοί θα τους έπιαναν όλους μέσα στο Ναό και η Αγία Λαύρα θα αφανιζόταν. Είχε ήδη αρχίσει να φωτίζει, ήταν περίπου επτά η ώρα, όταν τελείωσαν και βγήκαν στο προαύλιο. Ο π. Ευσέβιος έβαλε βιαστικά σ΄ ένα κοφίνι τα καλύτερα καλύμματα της Αγίας Τραπέζης κι έτρεξε να τα κρύψει και αυτά στο περιβόλι. Αμέσως ο ηγούμενος κάλεσε την Αδελφότητα σε σύναξη, για ν΄ αποφασίσουν τελικά τι έπρεπε να κάνουν, σε περίπτωση που οι Γερμανοί θα εμφανίζονταν ξανά ˙ να μείνουν στο Μοναστήρι ή να φύγουν;
Οι Γέροντες συζητούσαν, χωρίς να καταλήγουν κάπου. Το λόγο τότε πήρε ο π. Αγαθάγγελος, ο γραμματέας της Μονής και υπεύθυνος των συνάξεων: «Έχω διαβάσει ότι οι Ταβεννησιώτες πατέρες σε περίπτωση βαρβαρικής επιδρομής έφευγαν προσωρινά από τα Μοναστήρια τους, έως ότου περάσει ο κίνδυνος». Αυτή η άποψη φάνηκε καλή σε όλους. Η συζήτηση όμως παρατεινόταν.
Την ώρα που ο ιεροδιάκονος π. Τιμόθεος Καποτάς πήγαινε προς το κελλί του να πάρει λίγη τροφή και ένα κοντόρασο για να φύγει, φάνηκαν οι Γερμανοί απέναντι στα κυπαρίσσια. Διηγείτο ο π. Ευσέβιος: «Πραγαλά-πραγαλά, ένας-ένας, σαν κυνηγοί έρχονταν στη Μονή˙ αθόρυβα. Είχε και ομίχλη. Τρέχει ο π. Τιμόθεος και φωνάζει: ‘’Μας πιάσανε οι Γερμανοί!’’. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι Μοναχοί έτρεχαν τρομαγμένοι, άλλοι από δω και άλλοι από κει. Μόλις που πρόλαβαν να φύγουν, όχι όμως όλοι. Ο ηγούμενος τράβηξε προς τον Προφήτη Ηλία μαζί με άλλους πατέρες. Τον π. Χαρίτωνα Παπαοικονόμου τον έβλεπαν που έφευγε, αλλά δεν τον πυροβόλησαν. Εγώ με άλλους δυο (τον π. Πολύκαρπο, τον υποτακτικό του Γέροντα Αγαθαγγέλου και τον δόκιμο Φίλιππο) τρέξαμε προς το περιβόλι και μπουσουλώντας κρυφθήκαμε κάτω από ένα πουρνάρι. Οι Γερμανοί έφθασαν στο προαύλιο και φώναζαν: Να μη φύγει κανείς! Δεν θα σας κάνουμε τίποτα. Μόνο το Μοναστήρι θα κάψουμε. Φωνάξτε και τους άλλους να γυρίσουν πίσω. Είπαν στους πατέρες που βρήκαν εκεί. Ο π. Νεόφυτος προχώρησε προς το Παλιομονάστηρο για το σκοπό αυτό και μπορούσε να τους είχε ξεφύγει, όμως γύρισε πίσω».

(εικ. 2) Δωρόθεος Παπαδημητρίου

(εικ. 2) Δωρόθεος Παπαδημητρίου

(εικ. 3) Παρθένιος Λουκόπουλος

(εικ. 3) Παρθένιος Λουκόπουλος

(εικ. 4) Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος
(εικ. 4) Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος

   Από τις οκτώ έως τις έντεκα…. καιγόταν ο Άμβωνας του Έθνους, το Ιστορικό Μοναστήρι στο οποίο σηκώθηκε το Λάβαρο της Επαναστάσεως, το Λάβαρο της Λευτεριάς! Κάποτε τελείωσαν ˙ την έκαψαν την Αγία Λαύρα και ξαφνικά ακούσθηκαν δεκατρείς πυροβολισμοί. Μετά οι Γερμανοί έφυγαν «χασκαρίζοντας», όπως έλεγε ο π. Ευσέβιος.

   Ο π. Ευσέβιος μαζί με τους άλλους δύο, ήταν οι πρώτοι που έφτασαν. Όταν έφτασε στο προαύλιο ο π. Ευσέβιος και κοίταξε προς τον πλάτανο, τι να δει! «Παναγία μου!» φώναξε. Τέσσερις πατέρες σκοτωμένοι κάτω από τον ιστορικό πλάτανο της Επαναστάσεως, εκεί που είχαν κρεμάσει τα καρυοφύλλια τους οι Ήρωες του 1821˙ πεσμένοι ο ένας κοντά στον άλλον. Ο φύλακας της Μονής, ο Παναγιώτης Μπράτσικας, ήταν καθιστός στο πεζούλι και έμοιαζε σαν ζωντανός από μακριά.

(εικ. 5) Βασίλειος Νασιόπουλος

(εικ. 5) Βασίλειος Νασιόπουλος

(εικ. 6) Νεόφυτος Αρφάνης

(εικ. 6) Νεόφυτος Αρφάνης

Ο π. Ευσέβιος συνεχίζει την διήγηση λέγωντας ότι:  «ξέσπασε σε βουβό, ασταμάτητο κλάμα. Ήταν ο άγιος Πνευματικός του π. Βασίλειος (εικ. 5), ο π. Αγαθάγγελος, τον οποίο τόσο θαύμαζε και σεβόταν, ο συνυποτακτικός του π. Νεόφυτος (εικ. 6) και          π. Ευθύμιος ο παράλυτος. Όλοι εκλεκτοί και αγαπημένοι συμμοναστές του. Γονάτισε, έκανε το σταυρό του και ασπάσθηκε στο μέτωπο τους μάρτυρες. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο».

Το Μοναστήρι δίπλα τους καιγόταν Φλόγες και καπνοί παντού. Η Ιστορική και όμορφη Αγία Λαύρα ήταν τώρα ένας σωρός από ερείπια (εικ. 7). Εικόνα θλιβερή, που πρόσθετε πόνο επάνω στον πόνο τους. Παρόλο που υπήρχε κίνδυνος να ξαναγύριζαν από στιγμή σε στιγμή οι Γερμανοί, εκείνοι έμειναν να εκτελέσουν το χρέος τους.

(εικ. 7) Η Ιστορική Μονή της Αγίας Λαύρας κατεστραμένη από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.

(εικ. 7) Η Ιστορική Μονή της Αγίας Λαύρας κατεστραμένη από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.

Σύμφωνα με την μαρτυρία του π. Ευσεβίου, ο ίδιος μαζί με τον π. Πολύκαρπο μετέφεραν με την κουβέρτα ένα-ένα τα ιερά λείψανα των πατέρων στο Ναό του Κοιμητηρίου. Στη τσέπη του Πνευματικού π. Βασιλείου βρήκε το άγιο Αρτοφόριο με τον Αμνό της Μεγάλης Πέμπτης. Το ασπάσθηκε με ευλάβεια και το μετέφερε στην εκκλησία, η οποία δεν είχε καεί. Την ίδια ημέρα μόνο εκείνοι γύρισαν στο Μοναστήρι, γιατί είχαν κρυφθεί πολύ κοντά. Την επομένη, κατά το μεσημέρι, λίγοι-λίγοι επέστρεφαν και οι άλλοι μοναχοί. «Το τι έγινε δεν περιγράφεται» διηγείτο ο  π. Ευσέβιος. «Ιδίως ο ηγούμενος θρηνούσε απαρηγόρητα, που βρήκε πέντε δικούς του ανθρώπους σκοτωμένους».[1] Ο ίδιος ο Καθηγούμενος, Γέροντας Πολύκαρπος Πάϊκος (εικ. 8) διηγείται τα εξής: «Τούς παίδεψαν φρικτά για να τους αναγκάσουν να μαρτυρήσουν τα κρησφύγετα των ανταρτών. Εκείνοι δεν έλεγαν τίποτα. Μετά τους σκότωσαν. Η καλύτερα τους σαψάλιασαν με τα βαριά τους όπλα. Κι αυτόν ακόμα τον άρρωστο και παράλυτο Χρυσανσθακόπουλο, τον είχαν παιδέψει προτού τον σκοτώσουν. Τους καλογέρους τους βρήκαμε πεσμένους κατά γης. Άλλους ανάσκελα, κι άλλους μπρουμυτισμένους. Τον Μπράτσικα τον βρήκαμε καθιστό πάνου στο πεζούλι του Πλατάνου, που ο κορμός του στήριζε τη σαψαλιασμένη πλάτη του. Και νεκρός έκανε το καθήκον του. Φύλαγε τα ιερά και τους πατέρες. Φορούσε μια καινούργια στολή Ιταλική κι έμοιαζε από μακρυά σαν ζωντανός στρατιώτης που ξεκουράζονταν. Όταν το απόγευμα ζυγώσαμε προς το μοναστήρι για να δούμε τι κάηκε και τι σώθηκε τον πήραμε από μακρυά για Γερμανό και το ξαναβάλαμε στα πόδια. Από μια βίγλα τον παρατηρούσαμε προσεκτικά. Τότε είδαμε ότι δεν σάλευε…..».[2] Έπειτα οι διασωθέντες Μοναχοί διάβασαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, ενώ δυο Μοναχοί φύλαγαν έξω για το φόβο των Γερμανών. Με βαθύ πόνο ενταφίασαν τους Πατέρες στον κοινό τάφο που άνοιξαν.

(εικ. 8) Ο Καθηγούμεος της Ιεράς και Ιστορικής Μονής π. Πολύκαρπος Πάϊκος

(εικ. 8) Ο Καθηγούμεος της Ιεράς και Ιστορικής Μονής π. Πολύκαρπος Πάϊκος

Οι εκτελεσθέντες πατέρες της Ιστορικής Μονής της Αγίας Λαύρας.

Παπαδημητρίου Δωρόθεος (1891-1943)
Καταγόταν από το Καρνέσι Καλαβρύτων. Στα επτά του χρόνια τον πήρανε οι θείοι του, στην Αγία Λαύρα, ο Ιερομόναχος π. Καλλίστρατος και ο Μοναχός π. Γεννάδιος και του έδωσαν το επώνυμό τους. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Κραστικών και το Γυμνάσιο Καμαρών, φοιτώντας και ενδιαμέσως στα Γυμνάσια Καλαβρύτων και Αιγίου. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Έγινε Μοναχός και μετ’ ολίγον χειροτονήθηκε Διάκονος. Το 1916 τελείωσε τις σπουδές του και διορίστηκε Σχολάρχης στο Αίγιο. Είχε τελειώσει και το Ωδείο Αθηνών παίρνοντας Πτυχίο Βυζαντινής Μουσικής και έγραψε πάνω από 10 τόμους μουσικών διασκευασμάτων. Υπηρετούσε ως θεολόγος καθηγητής στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων και διακονούσε το Μετόχι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα. Ένας μαχητικός, δραστήριος και αγαθός ιεροκήρυκας, ένας ζηλωτής Θεολόγος. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 στην Λάκκα του Καπή. Ο π. Δωρόθεος με τους γεροντάδες του, π. Καλλίστρατο και π. Γεννάδιο, ήταν οι γέροντες στην τότε ιδιόρρυθμη Μονή του μετέπειτα Καθηγουμένου Γέροντος Ανθίμου Δημακοπούλου.

(εικ. 2) Δωρόθεος Παπαδημητρίου

Λουκόπουλος Παρθένιος (1901-1943)
Καταγόταν από το Λευκάσιο Καλαβρύτων. Τελείωσε το Γυμνάσιο Καλαβρύτων και την Θεολογική Σχολή Αθηνών. Υποταχτικός του γέροντα Αγαπίου Μιχαλοπούλου. Έγινε Μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Υπηρέτησε ως καθηγητής Θεολόγος στην Αθήνα, στα Βίλλια Αττικής και στην Φλώρινα. Μετά την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου και την εισβολή των Γερμανο-βουλγάρων τον έδιωξαν στα Καλάβρυτα. Το 1943 υπηρετούσε στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων στο οποίο είχε μετατεθεί τρεις μήνες πριν την εκτέλεση. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 στην Λάκκα του Καπή.

(εικ. 3) Παρθένιος Λουκόπουλος

Νασιόπουλος Βασίλειος (1892 ή 1893-1943)
Γεννήθηκε στον Προυσό Ευρυτανίας . Αφού τελείωσε το σχολείο κατατάχτηκε στο στρατό και απολύθηκε ως Λοχίας. Στη συνέχεια άνοιξε βιβλιοπωλείο που μετατράπηκε σε θρησκευτικό κέντρο και εξέδωσε δικό του θρησκευτικό περιοδικό. Το 1935 έγινε αδελφός της Αδελφότητος Θεολόγων «Η Ζωή» και εργάστηκε ως περιοδεύων. Το 1937 ήρθε στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας και υποτάχτηκε στον ενάρετο προηγούμενο γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλου, από τον οποίο εκάρη και μοναχός . Το 1938 χειροτονήθηκε διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος κρατώντας το κοσμικό του όνομα. Το κελί του το λέγανε «Πανδοχείο», επειδή ήταν πολύ φιλάνθρωπος. Ο Βασίλειος από το 1938 ήταν ο Πνευματικός της Μονής, είχε εκκλησιατικό φρόνημα και ασκητική ζωή. Επιτέλεσε σημαντική εργασία ως Πνευματικός σε όλη την επαρχία των Καλαβρύτων και με τους συνεργάτες του είχαν αναλάβει τα κατηχητικά σχολεία σε Καλάβρυτα, Σκεπαστό και Κέρτεζη. Αγωνίσθηκε υπεράνθρωπα για τον καταρτισμό των μοναχών, καθημερινά έκανε σύναξη των πατέρων για πνευματική μελέτη. Διετέλεσε εκκλησιαστικός και κατασκεύαζε το λιβάνι, το νάμα και τα πρόσφορα για την Θεία Λειτουργία. Δεν θέλησε να εγκαταλείψει τη Μονή κατά την επιδρομή των Γερμανών, με αποτέλεσμα να εκτελεσθεί στις 14 Δεκεμβρίου του 1943.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διασώζονται στη Μονή μας, όταν ο π. Τιμόθεος Καποτάς φώναξε ‘’Μας πιάσανε οι Γερμανοί!’’ ο π. Βασίλειος πήρε από το κελλί του τον τελευταίο μπόγο και πήγε στο περιβόλι του. Ο μακαριστός γέροντας Άνθιμος Δημακόπουλος τότε πηγαίνοντας προς τον περίβολο της Μονής μπροστά στον ιστορικό πλάτανο συνάντησε τον π. Βασίλειο να επανέρχεται προς την Μονή με έναν αδειανό τενεκέ στο χέρι. Του είπε τότε: «τι κάθεσαι π. Βασίλειε;» Και τον έπιασε από το χέρι. Αυτός απάντησε: «Τι να κάνουμε, βρέ παιδί μου!» Πρόσθεσε τότε ο γέροντας Άνθιμος: «Πάμε, οι Γερμανοί έρχονται πίσω από την εκκλησία» και τον τράβηξε από το μανίκι, τον άφησε έπειτα και έφυγε. Ο π. Βασίλειος μπήκε στην Μονή, όπου στην πόρτα συνάντησε τον Ιερομόναχο π. Νεόφυτο και τον Μοναχό π. Αγαθάγγελο, ενώ εν τω μεταξύ κατέφθασαν οι Γερμανοί. Μετά την άφιξη των Γερμανών πρώτο μέλημα του π. Βασιλείου ήταν να βγάλει έξω από το κελλί του τον παράλυτο Ιερομόναχο π. Ευθύμιο. Όταν προηγουμένως όλοι έφευγαν ο π. Βασίλειο τους έλεγε: «τον άρρωστο θα τον αφήσουμε να καεί;» Στην συνέχεια εισήλθε εντός της εκκλησίας και πήρε μαζί του τον Άγιο Άρτο, Τον οποίο βρήκε μετέπειτα στην τσέπη του εκλιπόντος ο π. Ευσέβιος Γιαννακάκης. Τι συνέβη από εκεί και μετά είναι άγνωστο! Οι πατέρες πριν από την χαριστική βολή είχαν πέσει θύματα άγριου ξυλοδαρμού.

Ασημακόπουλος Αγαθάγγελος (1900-1943)
Γεννήθηκε στην Κάτω Χώρα Ναυπακτίας. Σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Μονή μας. Συνδέθηκε με τον Πνευματικό π. Βασίλειο Νασιόπουλο και έκανε κατηχητική εργασία. Ο π. Αγαθάγγελος από τη στιγμή πού ένιωσε την επίσκεψη της θείας Χάριτος δια του Πνευματικού, άλλαξε ζωή. «Ήταν τόση η μετάνοια του, έλεγε ο Γέροντας π. Ευσέβιος Γιαννακάκης, ώστε νόμιζε κανείς πως γεννήθηκε όσιος. Αμίλητος, αυτοσυγκεντρωμένος, με το πατερικό βιβλίο πάντοτε υπό μάλης και με αγώνα πολύ δυνατό. Ο πρώην αμελής μοναχός έγινε άγγελος. Γιατί η μετάνοια του δεν ήταν μόνο για μια στιγμή στο εξομολογητήριο, ζούσε διαρκώς εν μετανοία». Ο π. Αγαθάγγελος ήταν ο γραμματέας της Μονής και ο υπεύθυνος των συνάξεων. Στις 14 Δεκεμβρίου 1943 εκτελέστηκε μαζί με τους άλλους Μοναχούς της Μονής από του Γερμανούς.

Αρφάνης Νεόφυτος (1917-1943)
Γεννήθηκε στα Μαζέικα Καλαβρύτων το 1917. Σε ηλικία δεκατριών χρονών ήλθε στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας όπου έγινε δόκιμος και στη συνέχεια εκάρη Μοναχός, αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Ήταν υποτακτικός του προηγουμένου γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλου και ανήκε στον ιεραποστολικό κύκλο του π. Βασιλείου Νασιοπούλου. Σύμφωνα με τον π. Ευσέβιο Γιαννακάκη ήταν ο πιο καλός υποτακτικός όλου του Μοναστηριού. Εκτελέστηκε και αυτός από του Γερμανούς στις 14 Δεκεμβρίου του 1943.

Χρυσανθακόπουλος Ευθύμιος (1879-1943)

Γεννήθηκε στο Καλλιφώνιο Καλαβρύτων. Σε ηλικία 15 ετών ήλθε στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας ως υποταχτικός του Γέροντος Γεδεών. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων εκάρη Μοναχός και αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Αν και αγράμματος ήταν υπόδειγμα Μοναχού. Στις 14 Δεκεμβρίου 1943 εκτελέστηκε- αν και ανάπηρος- μαζί με τους υπόλοιπους Μοναχούς από τους Γερμανούς. 

Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος
Γεννήθηκε στην Πάτρα, ήταν γιός του Αριστείδη Αντωνοπούλου και της Ανδρομάχης Μπερτσουκλή. Είχε άλλα έξι αδέλφια, τον Σπήλιο, τον Κίμωνα, τον Χρήστο, τον Θεόδωρο, την Παναγιώτα και τον Αθανάσιο. Ήταν φοιτητής της Θεολογίας και δόκιμος μοναχός στην Ιστορική Μονή της Αγίας Λαύρας. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 βρισκόταν στα Καλάβρυτα μαζί με τους Αγιολαυριώτες καθηγητές του γυμνασίου Αρχιμανδρίτη π. Δωρόθεο Παπαδημητρίου και Αρχιμανδρίτη π. Παρθένιο Λουκόπουλο, όπου και εκτελέσθηκε με τους υπόλοιπους Καλαβρυτινούς.

Παπαρηγόπουλος Αμβρόσιος (1881-1943)
Γεννήθηκε στα Φίλια Καλαβρύτων. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων εκάρη Μοναχός υπό του γέροντος Γαβριήλ Ευσταθίου στην Μονή Αγίου Αθανασίου Φιλίων. Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, πρεσβύτερος και ήταν ο τελευταίος Ηγούμενος της Μονής, μέχρι που προσαρτήθηκε ως Μετόχιο το 1926 στην Ιστορική Μονή της Αγίας Λαύρας. Φονεύθηκε τον Ιούνιο του 1943 από τους Ιταλούς στο εξωκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου των Φιλίων αφού σύρθηκε εκεί από την Μονή του Αγίου Αθανασίου. (εικ. 9)

(εικ. 9) Αμβρόσιος Παπαρηγόπουλος

Μπράτσικας Παναγιώτης
Ήταν ο φύλακας της μονής Αγίας Λαύρας. Εκτελέσθηκε μαζί με τους πατέρες της Μονής μας από τους Γερμανούς στις 14 Δεκεμβρίου 1943. Βρέθηκε καθιστός στο πεζούλι του ιστορικού πλατάνου, έμοιαζε να είναι ζωντανός από μακριά, σαν να φυλούσε ακόμη και εκείνη την στιγμή τους υπόλοιπους τέσσερις πατέρες που ήταν πεσμένοι ο ένας κοντά στον άλλο κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, τον π. Ευθύμιο, τον π. Βασίλειο, τον π. Νεόφυτο και τον π. Αγαθάγγελο.

Ακολουθεί η συνέντευξη του καθηγουμένου της Μονής Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Ευσεβίου Σπανού στο Διεθνές Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ news agency» στις 13 Δεκμεβρίου 2019 και στις 14 Δεκεμβρίου 2020 δια την πυρπόληση της Μονής και την εκτέλεση των Αγιολαυριωτών Πατέρων στις 14 Δεκεμβρίου 1943 από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής:

Tags: No tags

Add a Comment

You must be logged in to post a comment